Το βάφτισμα, Δημήτρης Χατζής

Δυο μέρες τώρα μάνα και γιος αλωνίζανε μοναχοί τους —γερασμένη κιόλας εκείνη, το παιδί δεν είχε πατήσει τα δεκατρία. Το παιδί γύριζε με τη φοράδα στ’ αλώνι, η μάνα ερχόταν, μάζευε τον καρπό, μάζευε το σανό. Η χρονιά ήταν κακή, το γέννημα λιγοστό και πλαγιασμένο. Και χρεω-μένο. Ο πατέρας τη δεύτερη μέρα απ’ τ’ αλώνισμα τους άφησε κι έφυγε. Παρακάτω απ’ το χωριό είχαν αρχίσει και φτιάχνανε πάλι τους δρόμους κι οι χωριάτες, όσοι μπορούσαν, τελειώνοντας με το θέρισμα, άφηναν τις άλλες δουλειές στις γυναίκες και τα παιδιά τους και κατεβαίναν εκεί — για τα μεροκάματα. Έτσι κάναν κάθε καλοκαίρι. Και πήγε κι αυτός, ο πατέρας.
Το πρώτο βράδυ που γύρισε πίσω, το παιδί κοιμότανε κιόλας αποσταμένο δίπλα στο σβησμένο τζάκι. Πήγε κοντά, στάθηκε ορθός και το κοί-ταξε μια φορά. Γύρισε τα μάτι του, κοίταξε και τη γυναίκα. Αυτή του ‘γνεψε με το κεφάλι κουνώντας το καναδυό φορές πάνω και κάτω — ήθελε να του πει, ναι. Έκατσε να φάει, σήκωσε τα μάτια του και πάλι κοίταξε τη γυναίκα.
— Και πώς τα πήγε;
— Αψύ παιδί... Και φιλότιμο.
Αυτός σκούπισε τα μουστάκια του, για να κρύψει το χαμόγελο.
— Απόστασε κι αυτό και την παίδεψε και τη φοράδα πολύ.
— Τη φοράδα — όχι.... Μην τον αφήνεις.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι:
Και τι να του κάνω; Όλη μέρα ασταμάτητα... Με το ζόρι να τον σταματήσω για το ψωμί.
Ο πατέρας χαμογέλασε πάλι και πάλι σκούπισε τα μουστάκια του.
— Μα τη φοράδα — όχι. Μην τον αφήνεις... Και τα κατάφερε;
— Όλα για σένα... Να σ’ ευχαριστήσει.
— Και το πουλάρι;
— Ε, τι θέλεις εσύ. Από πίσω κι αυτό.
— Κι αλωνίζει κι αυτό;
— Παίζει, μωρέ.
ο πατέρας χαμογέλασε πάλι και δε σκούπισε αυτή τη φορά τα μουστάκια του. Καλά ήταν έτσι. Και τ’ αλώνισμα με τη φοράδα και το παιδί — και το μεροκάματο το δικό του στο δρόμο. Έπεσε δίπλα στο παιδί και κοιμήθηκε ευχαριστημένος.
Το δεύτερο βράδυ γυρίζοντας ξαναβρήκε το παιδί κοιμισμένο. Ξαναστάθηκε και το κοίταξε λίγο. Κοίταξε και τη γυναίκα, μα δεν είπε τίποτα. Έκατσε να φάει και πάλι δε ρώτησε τίποτα. Ύστερα σηκώθηκε, πήγε κοντά της. Κάτι είχε στο νου του• συλλοή, στενοχώρια. Η γυναίκα δε μίλησε, περίμενε.
— Και πώς τα πήγατε;
Η γυναίκα σήκωσε τις πλάτες.
— Και πότε λες να τελειώσετε;
— Ξέρω; Πέντε μέρες ακόμα;
Σώπασαν.
— Θα σας πάρω, λέω, τη φοράδα, είπε τέλος αυτός.
—Για το δρόμο;
— Είπαν, θέλουν και κάρα... Πέντε μέρες όσο να τελειώσετε εσείς — πέντε μεροκάματα για τη φοράδα, άλλα πέντε το κάρο...
— Και στ’ αλώνι;
Την κοίταξε στα μάτια. Γύρισε κοίταξε και το παιδί που κοιμόνταν.
— Το πουλάρι.
— Μικρό δεν είναι ακόμα, Βαγγέλη;
— Θα βαστάξει, βαστάει αυτό...
— Κι αδοκίμαστο ακόμα κι ακαπίστρωτο... κι ακαλλίγωτο, μουρμούρισε η γυναίκα... Αυτό είναι να παίζει μονάχα...
— Δε θα παίζει όλο τον καιρό...
— Και ζάπι ποιος θα το κάνει;
— Από μένα καλύτερα αυτός.
Δε μίλησαν άλλο. Ο πατέρας έπεσε δίπλα στο παιδί κι αποκοιμήθηκε γρήγορα. Η γυναίκα είχε ακόμα δουλειές. Τέλειωσε. Κατέβηκε τότε και στο κατώι, έβαλε φρέσκο σανό στη φοράδα, έβαλε και στο πουλάρι. Καθώς γύρισε και την κοίταξε, τ’ άρπαξε το κεφάλι και το ‘σφιξε μια φορά πάνω στα μαραμένα της στήθια. Όταν ανέβηκε πάνω, πήγε και στο παιδί που κοιμόταν, το χάιδεψε κι αυτό μια φορά.
Το πρωί ο πατέρας έζεψε τη φοράδα στο κάρο. Το παιδί στεκότανε δίπλα του με το μακρύ καμουτσίκι στα χέρια. Πίσω του πάλι το πουλάρι. Όλο το καλοκαίρι έτσι πήγαινε πίσω του σαν το μανάρι, σαν το ζαγάρι. Το παιδί σηκωνόταν από το χάραμα, κατέβαινε στο κατώι και το ‘βγαζε έξω. Το ‘παιρνε και το τραβούσε για το λιβάδι, για το βουναλάκι να το βοσκήσει, μα περνούσε πάντα μέσ’ απ’ τα χωράφια. Κάθε τόσο σταματού-σε, κοίταζε γύρω, πηδούσε μέσα στ’ αραποσίτια, του ‘κοβε ένα αγίνωτο καλαμπόκι και του το ‘δινε στο στόμα. Το πουλάρι κατάπινε το χλωρό καρπό και γυρνούσε τα στρογγυλά του μάτια και το κοιτούσε. Τότε το παιδί δε μπορούσε να μην του κλέψει κι άλλο. Τ’ απόγεμα το ‘παίρνε πάλι να το κατεβάσει στο ρέμα να το ποτίσει:
— Να το καβαλήσω, πατέρα;
— Όχι, ακόμα είναι μικρό...
— Αυτό, πατέρα;
— Σε σκότωσα.
Δεν το καβαλίκευε εκεί. Το πότιζε στο ρέμα, ύστερα ξαπλωνόταν ανάσκελα. Το πουλάρι δίπλα του σκάλιζε με το μπροστινό του ποδάρι τις πέτρες• γιατί να στέκονται εκεί; Τότε το καβαλούσε, χωρίς καπίστρι, χωρίς τίποτα και τραβούσε πέρα, πίσω απ’ το βουναλάκι να μην τους ιδούνε. Κάποτε αργούσαν, χανόντανε μαζί• βράδιαζε και δεν είχαν γυρίσει. Η μάνα έβγαινε τότες στην πόρτα, κοίταζε γύρω• πού χαθήκανε πάλι;
— Στέργιο, φώναζε. Γύριζε το παιδί το κεφάλι, στύλωνε και το πουλάρι τ’ αυτιά του. Τ’ ακούγανε τ’ όνομα και τα δυο.
Όταν θερίζανε το χωράφι, το παιδί τους έφερνε το ψωμί, τους κουβαλούσε νερό, βοηθούσε τη μάνα του στο δεμάτιασμα. Και το πουλάρι από πίσω. Σα σταματούσανε καμιά φορά τη δουλειά, πηδούσε ξαφνικά, τ’ άρπαζε το λαιμό, κρεμόταν στο στήθος του και το ‘σφιγγε, το ‘σφιγγε όσο που ν’ αρχίσει κι αυτό να τινάζεται και να σηκώνεται ολόρθο στα πισινά του ποδάρια. Τότε χαιρότανε.
— Κοίτα πατέρα...
Κοίτα τώρα στ’ αλώνι, μην το παιδέψεις πολύ, είπε ο πατέρας.
— Εγώ πατέρα;
— Σιγά να το πας... Είναι αμάθετο ακόμα...
Ο πατέρας τράβηξε τον καρόδρομο ανάμεσα στα χωράφια, το παιδί πήρε τον ανήφορο για τ’ αλώνι. Το πουλάρι γύρισε, κοίταξε μια φορά τη φοράδα κι ύστερα έτρεξε πίσω του και στάθηκε δίπλα στ’ αλώνι. Το παιδί το χάιδεψε στο λαιμό. Του πέρασε το καπίστρι. Αυτό τέντωσε τα ρου-θούνια, τινάχτηκε λίγο, το δέχτηκε. Το ‘δεσε στο στειλιάρι τ’ αλωνιού και χάρηκε που μήτε εκεί δε στενοχωρήθηκε και πολύ. Μπήκε μπροστά του, χωρίς να πάρει την τριχιά απ’ το καπίστρι.
— Άιντε, Στέργιο...
Άρχισε να τρέχει γύρω τ’ αλώνι, όλο κοιτάζοντας πίσω του. Το πουλάρι κίνησε, έτρεξε και κείνο πίσω του, μια φορά, δυο φορές, ύστερα στά-θηκε• δεν τ’ άρεσε το παιχνίδι. Σταμάτησε και το παιδί. Πήγε κοντά, του χάιδεψε το λαιμό και ξαναξεκίνησε κοιτάζοντας πάντοτε πίσω του. Το πουλάρι δε σάλεψε, πολεμούσε να δαγκώσει το καπίστρι. Το παιδί γέλασε, πήγε πάλι κοντά του.
— Κοίτα, Στέργιο... Πόσα δεμάτια. Και ποιος θ’ αλωνίσει;
Πήρε την τριχιά στα χέρια του και ξαναξεκίνησε. Ξεκίνησε πίσω και το πουλάρι. Ο ήλιος ανέβηκε ψηλότερα, άναψε ολόγυρα η πέτρα, έκαιγε ο τόπος. Παιδί και πουλάρι μουσκευτήκανε στον ιδρώτα. Κάθε φορά που το πουλάρι σταματούσε, ζοριζόταν και τσίναγε με τα λουριά και τα σκοι-νιά τ’ ασυνήθιστα, το παιδί τραβούσε δυνατότερα την τριχιά. Ερχόταν τότες και κείνο. Η δουλειά πήγαινε σιγά. Οι ώρες περνούσαν κι ούτε τα πρώτα δεμάτια δεν είχαν τελειώσει.
Το παιδί σταμάτησε, σταμάτησε και το πουλάρι και παιδευότανε πάλι να λευτερώσει το κεφάλι του. Το παιδί σκούπισε τον ιδρώτα απ’ τα μάτια του, σκούπισε και το πουλάρι με τα μπράτσα του. Έκατσε λίγο στην άκρη απ’ τ’ αλώνι. Δυο μέρες με τη φοράδα δεν το ‘χε νιώσει καθόλου πως δούλευε. Τρεις ώρες μονάχα και το κορμί του σουβλιζότανε τώρα, η πλάτη του πονούσε απ’ το τράβηγμα, το δεξί του χέρι ξεράθηκε...
Σηκώθηκε, μάζεψε τον καρπό, έριξε καινούρια δεμάτια, πήρε την τριχιά και μπήκε πάλι μπροστά.
— Έλα, Στέργιο μου... έλα.
Το πουλάρι πήγε και κείνο γοργά. Ένα αγεράκι φύσηξε απ’ το βουνό, δρόσισε λίγο, το πουλάρι πήγαινε τώρα μοναχό του. Το παιδί ένιωσε την πλάτη του ν’ αλαφρώνει. Τ’ άφησε να τρέχει και στάθηκε δίπλα.
— Άιντε, Στέργιο... Στέργιο μου...
Το πουλάρι πήγαινε τώρα μονάχο του, το παιδί έτρεχε δίπλα του.
— Στέργιο... Στέργιο... Κοίτα, πατέρα.
Και πήγαινε και το πουλάρι γοργά και χαιρότανε, όλο χαιρότανε πλιότερο το παιδί. Ύστερα πήγε από πίσω, όπως πήγαινε δυο μέρες με τη φοράδα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα, από χαρά κι από περηφάνια. Η δουλειά πήγαινε γοργά, σε λίγο θα χρειάζονταν καινούρια δεμάτια. Και ξαφνικά το πουλάρι σταμάτησε.
— Άιντε, Στέργιο...
Τίποτα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα. Το πουλάρι δε σάλεψε. Το σήκωσε ψηλά μ’ όλη τη δύναμή του και το κατέβασε στ’ α-ναμμένα καπούλια. Μια φορά, δυο φορές. Το πουλάρι τινάχτηκε ξαφνιασμένο, έκανε μια να σηκωθεί στα πισινά του ποδάρια, φρούμαξε —σκοινιά, λουριά το πνίξαν— απόμεινε στο ζυγό κι έτρεμε ολόβολο. Το παιδί είδε το γυαλιστερό του τρίχωμα ν’ αυλακώνεται πάνω στο ιδρωμένο κορμί —δυο βαθιές χαρακίλες— κι απόμεινε με το χέρι υψωμένο. Πέταξε το καμουτσίκι στα στάχυα, έτρεξε και τ’ αγκάλιασε το στήθος. Το που-λάρι χαμήλωσε το κεφάλι του και το ‘τριψε πάνω στο δικό του. Και τότε το παιδί δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα. Το ‘σφιγγε, σφιγγότανε πάνω στο στήθος του κι έκλαιγε με λυγμούς.
Ο ήλιος όλο κι ανέβαινε. Το κάμα δυνάμωνε. Το παιδί ξαναπήρε το καμουτσίκι στα χέρια και μπήκε πάλι από πίσω. Δεν έκλαιγε πια.
— Άιντε, Στέργιο.
Τ’ άλογο έσκυψε μια φορά τ’ ωραίο κεφάλι, ύστερα το τίναξε πίσω και κάλπασε πάνω στα στάχυα.
—Ει-χω, φώναξε το παιδί κι η φωνή του ήταν χαρούμενη κι άγρια.
Είχαν βαφτιστεί και τα δύο.

Ο σκληρόκαρδος γίγαντας, Όσκαρ Ουάιλντ

Κάθε απόγευμα, φεύγοντας απ' το σχολείο, τα παιδιά το 'χαν συνήθεια να παίζουν στον κήπο του γίγαντα.
Ήταν ένας πελώριος, μαγευτικός κήπος, μ' απαλή πράσινη χλόη και χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια όμοια μ' αστέρια κι ακόμα, εδώ κι εκεί, δώδεκα ροδα-κινιές φορτωμένες ρόδινα κι ολόλευκα ντελικάτα ανθάκια απ' της άνοιξης τ' άγγιγμα, που το φθινόπωρο βάραιναν απ' τα πολύχυμα φρούτα.
Τα πουλιά κάθονταν στα δέντρα και κελαηδούσαν τόσο γλυκά, που τα παιδιά σταματούσαν το παιχνίδι για να τ' ακούσουν. «Πόσο ευτυχισμένα εί-μαστε εδώ!» έλεγαν αναμετάξυ τους.
Κάποια μέρα ο γίγαντας γύρισε. Εφτά ολάκερα χρόνια ήταν σ' επίσκεψη, στο φίλο του το δράκο της Κόρνις, κι όταν τα χρόνια πέρασαν κι εκείνος είχε τελειώσει ό,τι είχε να πει -αφού δεν είχε και πολλά να συζητήσει- αποφάσισε το γυρισμό στο κάστρο.
Την ώρα που ‘φτασε, αντίκρισε τα παιδιά να παίζουν στον κήπο.
«Τι δουλειά έχετε εδώ;» φώναξε μ' οργή, και τα παιδιά το 'βαλαν στα πόδια τρομαγμένα.
«0 κήπος είναι μοναχά δικός μου», είπε ο γίγαντας. «Όλοι μπορούν να το καταλάβουν, και δεν θα επιτρέψω σε κανένα να παίζει εδώ, έξω από μέ-να».
Κι έτσι, έχτισε έναν πελώριο τοίχο ολόγυρα στον κήπο, κι ύστερα, κάρφωσε μια πινακίδα που 'λεγε: Οι παραβάτες τιμωρούνται
Ήταν, αλήθεια, ένας πολύ σκληρόκαρδος γίγαντας.
Τα δύστυχα τα παιδιά τώρα δεν είχαν μέρος να παίξουν. Δοκίμασαν να παίξουν στο δρόμο, όμως ήταν γεμάτος σκόνη και στουρναρόπετρες και δεν τους άρεσε.
Βάλθηκαν τότε να περιπλανιούνται γύρω απ' τους ψηλούς τοίχους, όταν τέλειωναν τα μαθήματά τους, νοσταλγώντας τον όμορφο κήπο.
«Πόσο ευτυχισμένα ήμασταν εκεί», έλεγαν αναμετάξυ τους.
Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη.
Η εξοχή γιόμισε από μικρά μπουμπούκια και πουλάκια. Μονάχα στον κήπο του Σκληρόκαρδου Γίγαντα ήταν ακόμα χειμώνας.
Τα πουλιά ούτε που νοιάστηκαν να τραγουδήσουν για 'κείνον, αφού δεν υπήρχαν παιδιά εκεί, και τα δέντρα λησμόνησαν ν' ανθίσουν.
Αν καμιά φορά κανένα όμορφο λουλουδάκι έβγαζε το κεφαλάκι του απ' το γρασίδι, μόλις αντίκριζε την πινακίδα ένιωθε τέτοια λύπη για τα παιδιά, που λούφαζε ξανά στο χώμα, συνεχίζοντας τον ύπνο του.
Οι μόνοι που 'ταν ευχαριστημένοι απ' αυτή την κατάσταση ήταν το χιόνι και η παγωνιά.
«Η άνοιξη λησμόνησε αυτό τον κήπο», έλεγαν, «κι έτσι εμείς θα μείνουμε εδώ όλο το χρόνο».
Το χιόνι τύλιξε το γρασίδι με τον ολόλευκο μανδύα του κι η παγωνιά μπογιάτισε όλα τα δέντρα ασημένια.
‘Υστερα προσκάλεσαν και το Βόρειο Άνεμο να 'ρθει να μείνει μαζί τους κι εκείνος ήρθε τυλιγμένος με βαριά γουναρικά. Ολημερίς ούρλιαζε πάνω απ' τον κήπο και φύσαγε μες στις καμινάδες.
«Μα τούτο είναι ένα θαυμάσιο μέρος», έλεγε• «πρέπει να καλέσουμε και το χαλάζι».
Κι έτσι, το χαλάζι, ντυμένο στα γκρίζα και μ' ανάσα όμοια με πάγο, ήρθε.
Κάθε μέρα, για τρεις ώρες, χοροπηδούσε πάνω στη στέγη του κάστρου, μέχρι που τα περισσότερα κεραμίδια ράγισαν, κι ύστερα, γυρνοβόλαγε στον κήπο, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η άνοιξη άργησε να 'ρθει», συλλογιζόταν ο Σκληρόκαρδος Γίγαντας, καθώς γερμένος στο παράθυρο, κοιτούσε τον παγωμένο, ολόλευκο κήπο.
«Ελπίζω να φτιάξει ο καιρός»...
Όμως η άνοιξη δεν ήρθε ποτέ, μήτε το καλοκαίρι.
Κι έτσι ήταν πάντα χειμώνας εκεί κι ο Βόρειος Άνεμος και το χαλάζι και το χιόνι κι η παγωνιά ασταμάτητα χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα.
Κάποιο πρωινό, ο Γίγαντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του μ' ανοιχτά μάτια, όταν άκουσε μια θεσπέσια μουσική.
Ηχούσε τόσο γλυκά στ' αυτιά του που πίστεψε πως μάλλον θα 'ταν οι μουσικοί του βασιλιά που πέρναγαν -κι όμως, ήταν μονάχα ένας μικρούλης σπίνος που τραγουδούσε έξω απ' το παραθύρι του.
Μα είχε κυλήσει τόσο πολύς καιρός από τότε που το στερνό τιτίβισμα είχε ακουστεί στον κήπο του, που θάρρεψε πως ήταν η ομορφότερη μουσική στον κόσμο.
Κι άξαφνα, το χαλάζι σταμάτησε το χορό του πάνω απ' το κεφάλι του γίγαντα, ο Βόρειος Άνεμος έπαψε να βρυχάται, και μια μεθυστική ευωδιά τον τύλιξε, περνώντας απ' τ' ανοιχτό παραθυρόφυλλo.
«Θαρρώ πως η άνοιξη επιτέλους έφτασε», είπε ο Γίγαντας και πηδώντας από το κρεβάτι κοίταξε έξω.
Μα τι ήταν αυτό που 'πνιξε τη ματιά του;
Ήταν η πιο μαγευτική εικόνα. Από ένα άνοιγμα στον τοίχο, τα παιδιά σύρθηκαν μέσα και σκαρφάλωσαν στα μπράτσα των δέντρων .Σε κάθε δέντρο που αγκάλιαζε το μάτι του αντίκριζε κι ένα παιδάκι. Και τα δέντρα πετάριζαν από χαρά για τα παιδιά που γύρισαν, κι έτσι ντύθηκαν με λουλούδια και λύγιζαν τα μπράτσα τους απαλά, πάνω από τα παιδικά κεφαλάκια.
Τα πουλιά φτερούγιζαν ολόγυρα τιτιβίζοντας μαγευτικά και τα λουλούδια κρυφοκοίταζαν μέσ' από την πράσινη χλόη και ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
Ήταν μια όμoρφη εικόνα, μα όμως στην άκρη της κρατούσε ακόμα ο χειμώνας. Ήταν που στην πιο απόμερη γωνιά του κήπου, στέκονταν ένα μικρό αγόρι. Κι ήταν τόσο μικρό που μήτε τα κλαδιά του δέντρου δεν μπόραγε να φτάσει, έτσι που απελπισμένο βάλθηκε να κόβει βόλτες γύρω του κλαίγον-τας γοερά.
Το καημένο το δεντράκι ήταν ακόμα σκεπασμένο από πάγο και χιόνι ο Βόρειος Άνεμος φυσούσε και μούγκριζε από πάνω του.
«Σκαρφάλωσε, μικρό μου αγοράκι», έλεγε το δέντρο, και λύγιζε τα κλαδιά του όσο μπορούσε, αλλά το αγόρι ήταν μικρό, τόσο μικρό.
Η καρδιά του Γίγαντα έλιωσε καθώς το έβλεπε.
«Πόσο σκληρόκαρδος ήμουνα», συλλογίστηκε. «Τώρα ξέρω γιατί η άνοιξη δεν θα 'ρχονταν ποτέ εδώ. Να, τώρα θ' ανεβάσω αυτό το αγοράκι στην κoρφή του δέντρου κι έπειτα θα γκρεμίσω τον τοίχο, έτσι που ο κήπος μου θα 'ναι μόνο για
τα παιχνίδια των παιδιών».
Κι αλήθεια, μετάνιωσε πολύ για ό,τι είχε κάνει.
Έτσι, περπάτησε στις μύτες των ποδιών του, κι ανοίγοντας την εξώπορτα πολύ σιγά, βγήκε στον κήπο.
Όμως, να, μόλις τα παιδιά τον είδαν σκιάχτηκαν τόσο πολύ, που όλα μαζί το 'βαλαν στα πόδια κι ο χειμώνας ήρθε ξανά στον κήπο. Μόνο το μικρό αγόρι δεν έφυγε, γιατί τα ματάκια του που 'ταν γεμάτα δάκρυα δεν είδαν το Γίγαντα που ερχόταν .
Κι ο Γίγαντας ήρθε κλεφτά πίσω του, το πήρε απαλά στο χέρι του και το ανέβασε στο δέντρο. Και το δέντρο άνθισε. Τα πουλιά ήρθαν και τραγού-δησαν πάνω του και τ' αγοράκι τύλιξε τα χεράκια του γύρω στο λαιμό του Γίγαντα και τον φίλησε.
Και τ' άλλα παιδιά, σαν είδαν πως ο Γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας και μαζί τους ήρθε η άνοιξη.
«Τώρα είναι ο κήπος σας αυτός, μικρά μου παιδάκια», είπε ο Γίγαντας, και παίρνοντας ένα μεγάλο τσεκούρι γκρέμισε τον τοίχο. Κι όταν οι άνθρωποι περνούσαν για την αγορά στις δώδεκα η ώρα βρήκαν τον Γίγαντα να παίζει στον πιο όμορφο κήπο που είχαν δει ποτέ.
Ολημερίς έπαιζαν και το βράδυ πήγαν στο Γίγαντα να τον αποχαιρετίσουν.
«Όμως, πού είναι ο μικρός σας σύντροφος;» είπε. «Το αγόρι που ανέβασα στο δέντρο». Βλέπετε ο Γίγαντας το αγαπούσε απ' τ' άλλα περισσότερο, γιατί τον είχε φιλήσει.
«Δεν ξέρουμε», αποκρίθηκαν τα παιδιά. «έφυγε».
«Πρέπει να του πείτε να 'ρθει οπωσδήποτε αύριο», είπε ο Γίγαντας.
Αλλά τα παιδιά είπαν πως δεν ήξεραν πού έμενε και πως δεν το είχαν δει ποτέ πριν. Κι ο Γίγαντας ήταν πολύ λυπημένος. Κάθε απόγευμα, όταν το σχολείο τέλειωνε, τα παιδιά έρχονταν κι έπαιζαν με το Γίγαντα, μα το μικρό αγόρι, που ο Γίγαντας αγαπούσε, ποτέ δε φάνηκε. Εκείνος φέρνονταν καλά σ' όλα τα παιδιά κι όμως του έλειπε ο πρώτος μικρός του φίλος και συχνά μιλούσε γι ' αυτόν θλιμμένα. «πόσο θα 'θελα να τον έβλεπα!» έλεγε κάθε τό-σο.
Τα χρόνια κύλησαν. Κι ο Γίγαντας γέρασε κι αδυνάτισε. Δεν μπορούσε να παίξει πια κι έτσι κάθονταν σε μια πελώρια πολυθρόνα και παρακολουθού-σε τα παιχνίδια των παιδιών και θαύμαζε τον κήπο. «Έχω πολλά όμορφα λουλούδια», έλεγε. «μα τα παιδιά είναι τα ωραιότερα απ' όλα».
'Ενα χειμωνιάτικο πρωινό κοίταξε έξω απ' το παράθυρο, καθώς ντυνόταν. Δεν μισούσε τώρα το χειμώνα, γιατί ήξερε πως η άνοιξη κοιμόταν μόνο και τα λουλούδια ξεκουράζονταν .
Ξάφνου έτριψε τα μάτια του από απορία και κοίταζε... και κοίταζε... Ήταν βέβαια κάτι το θαυμάσιο...
Στην πιο απόμερη γωνιά του κήπου ένα δέντρο ήταν σκεπασμένο μ , ολόλευκα λουλούδια. Τα κλαδιά του ήταν χρυσαφένια κι ασημένια φρούτα κρέμονταν, ενώ πλάι του στεκόταν το μικρό αγόρι που 'χε τόσο αγαπήσει.
Όρμησε τρέχοντας στις σκάλες ο Γίγαντας, γιομάτος χαρά, και τρέχοντας βγήκε στον κήπο. Έτρεξε πάνω στο γρασίδι κι ήρθε κοντά στο παιδί. Κι όταν το έφτασε, το πρόσωπό του κοκκίνισε απ' την οργή κι είπε: «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;». Γιατί στις παλάμες του αγοριού και στα μικρά του πόδια διακρίνονταν οι πληγές από καρφιά.
«Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» φώναξε ο Γίγαντας. πες μου κι εγώ θα πάρω το μεγάλο μου σπαθί να τόνε κάνω κομμάτια!».
«Κανένας!» αποκρίθηκε το παιδί. «όμως αυτές είναι οι πληγές της αγάπης!».
«Ποιος είσαι;» είπε ο Γίγαντας, κι ένας παράξενος φόβος τον κυρίεψε και γονάτισε μπρος στο παιδί.
Και το παιδί του χαμογέλασε και του είπε: «Μ' άφησες κάποτε να παίξω στον κήπο σου, απόψε εσύ θα 'ρθεις μαζί μου στο δικό μου κήπο, τον Πα-ράδεισο».
Κι όταν τα παιδιά ήρθαν τρέχοντας το απόγεμα, βρήκαν το Γίγαντα νεκρό κάτω απ' το δέντρο, σκεπασμένο ολάκερο με κάτασπρα λουλούδια.

Το κορίτσι με τα σπίρτα, Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Έκανε τρομερό κρύο. Χιόνιζε από το πρωί, και τώρα σήμανε το βράδυ, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Μέσα στο βοριά τον παγωμένο, μια μικρούλα περνούσε απ' το δρόμο. Ήταν ξυπόλυτη και δίχως καπέλο. Όταν βγήκε το πρωί από το σπίτι της, φορούσε παντούφλες, κάτι παλιές παντούφλες που η μητέρα της τις είχε άλλοτε πολύ φορεμένες και της ήταν πολύ μεγάλες. Γι ' αυτό τις έχασε σε μια στιγμή που έτρεξε να παραμερίσει απ' ένα αμάξι που ερχόταν τρεχάλα. Όταν πέρασε τ' αμάξι, έψαξε για τις παντούφλες της, αλλά ένα παλιόπαιδο είχε πάρει τη μια κι έφευγε γελώντας κοροϊδευτικά. Την άλλη την είχε κάμει λιώμα τ' αμάξι.
Κι έτσι η μικρούλα δεν είχε πια τίποτα να πρoφυλάξει τα ποδαράκια της, που ήταν μελανά από το κρύο. Στην παλιά ποδιά της είχε σπίρτα. Είχε ένα ολόκληρο πακέτο και τα πουλούσε. Μα την ημέρα αυτή, την παραμονή του νέου έτους, όλοι ήταν τόσο βιαστικοί και, με τον παλιόκαιρο αυτό, κανείς δε σταματούσε, για να κοιτάξει το προσωπάκι της μικρής, που ικέτευε δίχως να μιλεί. Η μέρα σωνόταν και δεν είχε πουλήσει ούτ' ένα κουτί. Κανείς δεν την είχε ελεήσει ούτε με μια πεντάρα. Τρέμοντας από το κρύο και την πείνα, σερνόταν από δρόμο σε δρόμο. Ήταν ζωντανή εικόνα της χειρότερης δυστυχίας.
Νιφάδες από χιόνι σκέπαζαν τα μακριά ξανθά της μαλλιά, που έπεφταν στο λαιμό της κατσαρωμένα. Αυτό όμως δεν την έ-νοιαζε βέβαια διόλου. Σ' όλα τα παράθυρα έλαμπαν φώτα, κι απ' όλα σχεδόν τα σπίτια έβγαινε μια ωραία ευωδία από τη χήνα, που έψηναν για το αποψινό γλέντι. Αυτό, ω, αυτό βέβαια την έκανε να κοντoστέκεται εδώ κι εκεί και ν' ακούει την ορεχτική μυρωδιά.
Τέλος, αφού για στερνή φορά πρόσφερε το πακέτο της με τα σπίρτα, το δυστυχισμένο παιδί βλέπει μια γωνιά, ανάμεσα σε δυο σπίτια, κάπως πρoφυλαγμένη. Κάθεται εκεί τσακισμένη και στριμώχνεται, τραβώντας κοντά στο σώμα της τα μικρά της πό-δια. Μα τουρτουρά και κρυώνει πιο πολύ από πριν κι όμως δεν τολμά να γυρίσει σπίτι της. Γιατί δεν είχε διόλου λεφτά να πάει στον πατριό της, κιαυτός σίγουρα θα την έδερνε. Άλλωστε, μέσα στην άθλια σοφίτα, έκανε το ίδιο κρύο, γιατί η σκεπή ήταν χαλασμένη κι ο άνεμος φυσούσε μέσα και δεν είχαν διόλου φωτιά.
Τα χεράκια της ήταν ξυλιασμένα.
-Αν έπαιρνα ένα σπίρτο, σκέφθηκε, μόνο ένα, για να βγάλω λίγη φωτιά να ζεστάνω τα δάχτυλά μου; Ο πατέρας δε θα το καταλάβει πως λείπει.
`Αυτό κι έκαμε. Το 'τριψε και φστ! φστ! να το που ανάβει! Έβαλε το χέρι της κοντά και της φάνηκε πως βρισκόταν μπροστά σε καμιά μεγάλη σόμπα, πλούσια και γεμάτη στολίδια. Μέσα έδινε κι έπαιρνε η φωτιά, φωτιά με τα όλα της. Αχ, τι γλυκιά ζέστη. Η μικρή είπε να απλώσει τα ποδάρια της να τα ζεστάνει -όταν, ξαφνικά, η φλόγα έσβησε. Η σόμπα εξαφανίστηκε και το παιδί έμει-νε εκεί δα, κρατώντας στο χέρι ένα ψιλό ξυλάκι μισοκαμένο.
Έστριψε δεύτερο σπίρτο. Η λάμψη έπεφτε πάνω στον τοίχο, και ο τοίχος γινόταν διάφανος, κι η μικρή είδε τι γινόταν μέσα στη σάλα, που ήταν από πίσω. Το τραπέζι ήταν στρωμένο μ , ένα ωραίο κάτασπρο τραπεζομάντιλο, όπου έλαμπαν τα πορσελάνινα σερβίτσια. Στη μέση ήταν η ψητή χήνα, γαρνιρισμένη με ζαχαρωμένα μήλα. Και να που το πουλί ζωντανεύει ξαφνικά κι έρχεται μπροστά στη μικρή, μ' ένα πιρούνι κι ένα μαχαίρι, καρφωμένο στο στήθος του. Κι ύστερα πια τίποτα. Η φλόγα σβήνει και δεν μένει παρά μόνο ο τοίχος, ο ψυχρός και υγρός τοίχος.
Η μικρή παινεί τρίτο σπίρτο, και τώρα ονειρεύεται πως είναι κοντά σ ένα δέντρο χριστουγεννιάτικο, πολύ πλουσιότερο απ' εκείνο που είδε πέρσι σ' ένα πλούσιο σπίτι από τα τζάμια του παραθυριού. Στα πράσινα κλαριά του καίνε πολύχρωμα κεριά κι απ' όλες τις μεριές κρέμονται χρυσωμένα μπομπόνια, παγνιδάκια, ένα πλήθος από θάματα κι από μάγια! Το φτωχό το κοριτσάκι απ-λώνει το χέρι, για να πιάσει το πιο άσχημο, το πιο ταπεινό. Μα το σπίρτο σβήνει. Το δέντρο φαίνεται σαν ν' ανεβαίνει προς τον ουρανό και τα κεριά του γίνονται άστρα. 'Εν' απ' αυτά ξεκολλά και κυλά στη γη, αφήνoντας πίσω του χρυσωμένη γραμμή.
-Να κάποιος που θα πεθάνει, συλλογίζεται η μικρή.
Η γριά γιαγιά της, το μόνο πλάσμα που την είχε αγαπήσει και που είχε πεθάνει εδώ και καιρό, της είχε πει πως, όταν βλέπει ένα πεφταστέρι, θα πει πως κάποια ψυχή εκείνη την ώρα πάει στον ουρανό.
Έτριψε κι άλλο σπίρτο. Λάμψη μεγάλη απλώθηκε και μπροστά στο παιδί φάνηκε η γιαγιά. Τα φορέματά της έβγαζαν λαμπρό φως και το πρόσωπό της ήταν τόσο γλυκό και τόσο τρυφερό!
-Γιαγιάκα, φώναξε η μικρή, έλα πάρε με. Ω, μη μ' αφήσεις, μόλις σβήσει το σπίρτο. Θα φύγεις, όπως έφυγε κι η σόμπα η ζεστή κι η ψητή χήνα και το λαμπρό δέντρο; Μείνε, μείνε σε παρακαλώ, ή πάρε με και μένα μαζί σου.
Και το παιδί άναψε κι άλλο σπίρτο, κι ύστερα κι άλλο, και σιγά σιγά όλο το πακέτο, για να βλέπει πιο πολλήν ώρα τη γιαγιάκα της. Κι ήταν μια λάμψη, πιο λαμπρή κι από τ' ωραιότερο σεληνόφως. Η γιαγιά δεν ήταν πια σκυφτή και κουρασμένη, όπως όταν πέθανε. Ήταν μεταμορφωμένη. Πήρε τη μικρή στην αγκαλιά της και την πήγε ψηλά, πολύ ψηλά σ' έναν τόπο, όπου δεν ήταν ούτε κρύο, ούτε πείνα, ούτε λύπη: την πήγε μπροστά στο θρόνο του Θεού.
Τ’ άλλο πρωί ωστόσο, οι διαβάτες βρήκαν στη γωνίτσα το κορμί της μικρούλας. Τα μάγουλά της ήταν κόκκινα και φαινόταν σαν να χαμογελούσε. Είχε πεθάνει από το κρύο, τη νύχτα εκείνη, που σ' άλλα παιδιά είχε φέρει τόση χαρά.
Στα ξυλιασμένα χέρια της κρατούσε ό,τι έμενε απ' ένα μισοκαμένο πακέτο σπίρτα.
-Τι ανοησία! είπ' ένας άκαρδος. Πώς φαντάστηκε πως θα ζεσταινόταν με τα σπίρτα!
Άλλοι έχυσαν δάκρυα πάνω στο φτωχό παιδάκι. Γιατί δεν ήξεραν τι ωραία πράγματα είχε ιδεί τη νύχτα εκείνη, κι ότι όσο κι αν είχε υποφέρει, τώρα όμως ήταν τρισευτυχισμένη στη γλυκιά αγκαλιά της γιαγιάς της.

Οι φρεγάδες, Ανδρέας Καρκαβίτσας

Σχόλιο:
Ένα διήγημα από τη συλλογή διηγημάτων "Τα λόγια της πλώρης"
, με θέμα παρμένο από τους μύθους γύρω από την άλωση της Πόλης, και τη ελπίδα πως "πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα 'ναι".
Θα βρείτε πολλά στοιχεία λαϊκής αφήγησης, αλλά και τεχνικές από την αφήγηση του Όμηρου.
Καλή ανάγνωση.

Με το πρώτο ανάβλεμμα του ηλιού
φάνηκαν οι τέσσερες φρεγάδες αντίκρυ στον Καβομαλιά. Πούθ’ ερχόντανε; για πού πήγαιναν; ούτε άκουσε ούτε έμαθε κανείς. Μα πρέπει να ήταν βασιλικές φρεγάδες. Κι οι τέσσερες λέει, το ίδιο είχαν χτίσιμο· χυτές πρύμη πλώρη. Κι είχαν τις αρματωσιές τους, βασιλικές και κείνες. Το κατάρτια τους ατόφια μπρούτζινα από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα· τις αντένες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα. Αν ρωτάς για τις κουπαστές και τις μπαταρίες τους, στο σύρμα ήταν ντυμένες. Κι είχαν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκολλητό σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου. Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι, είχαν το Άγιο το Βαγγέλιο και στο μεσιανό κατάρτι, ψηλά σ’ ένα δικέφαλο αητό, την Παναγιά που έλαμπε -προσκυνώ τη χάρη της — σαν αυγερινός. Για τούτο βέβαια ήταν βασιλικές φρεγάδες, του δικού μας του βασιλιά που όριζε στην Πόλη. Εκείνη τότε ήταν η κιβωτός της Χριστιανοσύνης. Ποιος ξέρει τι αλλόφυλους πήγαιναν πάλι να χτυπήσουν, να στήσουν παντοδύναμο σε Ανατολή και Δύση τον τίμιο Σταυρό!

Ήταν η αυγή ανοιξιάτικη·
χαρά Θεού! Φύλλο δε σειόταν ουδέ πούπουλο. Η θάλασσα πήχτρα. Στο διάφανο ουρανό πρόσμενες να ιδείς καθρεφτισμένο τα νησιά και τ’ ακρογιάλια με την πρασινάδα τους. Αριστερά φαίνονταν της Κρήτης τα βουνά· πίσω τα Δωδεκάνησα έδειχναν γαλανά τα ριζοβούνια τους κάτω απ’ την καταχνιά που τα έδενε σαν πουπουλένιο γεφύρι· και δεξιά κατέβαιναν τ’ ακρωτήρια και οι κόρφοι του Μωριά, ως τον Καβομαλιά και το Τσιρίγο. Και καθώς χτυπούσεν ο ήλιος, έβλεπες τις στεριές να χύνουν λογιών λογιών χρώματα και τις φρεγάδες ν’ αστραποβολούν, ανάμεσα ουρανού και θάλασσας.

Είχαν απλωμένα όλα τα πα
νιά. Φλόκοι και κοντραφλόκοι, γάμπιες και παπαφίγκοι και παρουκέτα και τρίγγοι, όλα στη θέση τους. Μα κρέμονταν όλα παραλυμένα και μόνα τα μπρούλια τους ανάδευαν καμιά φορά, σαν φιδάκια έτοιμα να φάνε τα κεφάλια τους. Οι σκότες κρέμονταν και κείνες παράλυτες στα χέρια των ναυτών που άδικα προσμένουν προσταγή να γυρίσουν τα πανιά στον άνεμο. Κοιμήθηκε απάνω στο χρυσοσκάλιστο δοιάκι ο τιμονιέρης· η βάρδια στο ξάγναντο της πλώρης ψηλά κοιμήθηκε και κείνη, τηρώντας πάντα εμπρός της. Οι καπετάνιοι στα χρυσά και τα βελουδένια, νυστάζουν ξαπλωμένοι σε πουπουλένια προσκέφαλα, κάτω από την πρασινορόδινη τέντα της πρύμης, και μόλις ακούνε το λεβέντικο τραγούδι που παίζει το σκλαβάκι με τον ταμπουρά. Κάτω στο αμπάρι οι σκλάβοι με τα μεγάλα τους μαλλιά, τα κίτρινα πρόσωπα, τα μεστωμένα μπράτσα, κοιμήθηκαν και κείνοι μέσα στις βαριές αλυσίδες, απάνω στους πάγκους. Μα ποιος θα ειπεί πως κοιμήθηκαν! Τα κουρασμένα κορμιά τους ναι· όχι όμως κι η ψυχή τους. Εκείνη τρέχει και χαμοπατά στ’ άσπρα τους σπιτάκια, στις θλιμμένες γυναίκες και τ’ αρφανά τους τα παιδιά· στα κλήματα τα σταφυλοφορτωμένα και τα γλυκόχυμα βοτάνια στ’ αφράτα χώματα και τα κρυσταλλένια νερά, στα λούλουδα και τα πούλουδα γλυκιάς πατρίδας που δεν ελπίζουν να την ιδούν ποτέ.
Άξαφνα όμως ξύπνησαν οι θαλασσινοί.

- Παιδιά! τη βάρκα στη θάλασσα· φωνάζει ο καπετάνιος της πρώτης φρεγάδας. Α-λα τα χέρια στα κουπιά· Βγείτε έξω στα σπηλάδια, καμακίστε χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώστε αχινούς, συνάχτε καβούρους, ξεκολλήστε στρείδια αγνά, ό,τι βρείτε!

Το είπε κι έγινε ευθύς.
Έριξαν τα παιδιά τη βάρκα στη θάλασσα· α-λα τα χέρια στα κουπιά, βγήκαν έξω στα σπηλάδια, καμακίζουν χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώνουν αχινούς, συνάζουν καβούρους, ξεκολλούν στρείδια αγνά, ό,τι βρίσκουν. Μα το ναυτόπουλο, ένας κασιδιάρης και κακομοίρης, που τον είχαν για ψυχικό ξεκόβει από τ’ άλλα παιδιά. Ούτε καμακίζει χταπόδια στα θαλάμια τους, ούτε καλαμώνει αχινούς, ούτε συνάζει καβούρους, ούτε ξεκολλά στρείδια αγνά, ό,τι έβρει. Γυρίζει μόνο απάνω κάτω στις μαυρισμένες πέτρες και τα χορταριασμένα σπηλάδια, σαν κάτι να ζητεί. Τι είχε τι έχασε; Τίποτα. Μα κάθε άνθρωπος, μικρός μεγάλος, πλούσιος φτωχός, έχει και τον οδηγό του. Έχει να κάμει κατιτί; Ο οδηγός του πηγαίνει και του το θυμίζει. Βουλήθηκε να πάει πουθενά; Ο οδηγός του έρχεται και τον ξυπνάει. Έτσι τώρα και τον κασιδιάρη, ανάγκαζε να πηγαίνει ζητώντας πράμα που δεν έχασε. Τέλος είδε ο κασιδιάρης στο βράχο μια σπηλιά. Βλέπει τη σπηλιά, μπαίνει μέσα. Μπαίνει μέσα, τι να ιδεί; Τοίχους γυμνούς περίγυρα. Πάει βαθιά· σκοτάδια, πίσσα. Αυτιάζεται καλά· ακούει τικ τακ, τικ τακ σαν ν’ αργοστάλαζε νερό. Ζυγώνει· ξανοίγει χάμου μία λακκούλα που δεχότανε του βράχου τη διαμαντένια σταλαγματιά. Του ήρθε σαν κάμα. Παίρνει από το νερό και νίβεται· δροσολογιέται. Αστόχαστα, βγάνει κι ένα ψαράκι που ήβρε νεκρό στις πέτρες και το ρίχνει μέσα. Μα το ψαράκι ζωντάνεψε και αρχίζει να τριγυροφέρνει μέσα στο νερό.
- Μπρε! λέει, κάνοντας το σταυρό του.

Αλλά την ίδια ώρα νιώθει και κείνος το αρρωστημένο του κορμί να θρέφεται σαν στέλεχος πλατάνου που παίρνει νερό στις ρίζες του. Τα λέπια πέφτουν και δείχνεται το δέρμα ολομέταξο. Αίμα πύρινο κουφοδρομεί στις φλέβες του· ψυχή με άλλη ψυχή σταυρώνονται στα φυλλοκάρδια του· φτερά έκαμε να πετάξει στα επουράνια. Κουφάρι ήταν, περιστέρι έγινε.

- Μπρε! ξαναλέει! έλα, Χριστέ και Παναγιά, κοντά μου!

Τρέχει έξω· κράζει τους συντρόφους του. Γυρίζουν εκείνοι στις φωνές, κοιτάζουν και σταυροκοπιούνται. Άγγελος είναι, άνθρωπος είναι, δεν ξέρουν.

- Μωρέ, ποιος είσαι συ;

-Εγώ ο κασιδιάρης· κουφάρι ήμουν, περιστέρι γίνηκα· φτερά έχω να πετάξω στα επουράνια.

Τρέχουν κοντά, τον κοιτάζουν αποδώ, τον φέρνουν αποκεί, τον καλογνωρίζουν.

- Αμ ποιος σ’ έκαμ’ έτσι;

- Το και το, ήβρα τ’ αθάνατο νερό.

- Πώς; - Πού;

- Μέσα στη σπηλιά.

Ακούνε και θαμάζουν, ρίχνουν ό,τι είχαν στα χέρια τους και τρέχουν στη σπηλιά. Φτάνουν έξω από τη σπηλιά, πιάνουν φιλονικία.

- Όχι, εγώ θα μπω πρώτος.

- Όχι, εγώ.

Λόγο προς λόγο πιάνονται στα χέρια. Πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στιλέτα· μακελοκόβονται. Να τι θα ειπεί παλιόκοσμος! Για να έβρουν την αθανασία, ήβραν όλο το θάνατο εμπρός στην πηγή της!

Το ναυτόπουλο, καθώς είδε αυτά, πηδάει στ’ ορθολίθι και βάνει τις φωνές. Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν βάρκες στη θάλασσα, α λα τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν και κείνοι το θάμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν, πιάνουν τη φιλονικία.

- Όχι, εγώ θα μπω πρώτος.

- Όχι, εγώ.

Λόγο προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στιλέτα, μακελοκόβονται και κείνοι.

Το ναυτόπουλο, βλέποντας έτσι, πηδάει πάλι στ’ ορθολίθι και βάνει τις φωνές. Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το τσούρμο μέσα και βγαίνουν έξω οι καπετάνιοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται αποδώ, τρέχουν αποκεί, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν· μας ποιος τους ακούει; Όλοι οι άντρες είναι πιασμένοι στα χέρια. Μανία σκοτωμού κι αιμάτου δίψα κυρίευε καθέναν που πλησίαζε σε κείνη τη σπηλιά, λες και άχνιζε γύρω του Κάη ο θυμός. Οι ναύτες με τα στιλέτα θρήνο έκαναν· οι σκλάβοι που δεν είχαν στιλέτα σήκωναν τις αλυσίδες και με την πρώτη άνοιγαν τον τάφο του εχθρού. Όσοι δεν είχαν αλυσίδες, πέτρες σήκωναν· κι όσοι δεν είχαν πέτρες, είχαν τα δόντια και τα νύχια τους, που κατέβαζαν λουρίδες το κρέας. Το αίμα έβαφε τις πλάκες περίγυρα. Οι σάρκες σπαρτάριζαν κοψίδια στα μαύρα χώματα. Οι σκοτωμένοι έφραζαν την πόρτα της σπηλιάς κι οι λαβωμένοι βαρυβογκούσαν. Ωστόσο δεν έπαυε ο σκοτωμός. Η δίψα του αιμάτου όσο πήγαινε όλο μεγάλωνε. Οι ίδιοι καπετάνιοι άρχισαν να νιώθουν κάποιο άφαντο χέρι να τους σπρώχνει στο χαμό και δυο τρεις φορές έφεραν το χέρι στο στιλέτο και γλυκόσυραν τη μισή λάμα έξω από τη θηκάρι της. Μα κρατήθηκαν.

- Μωρέ σκυλιά, τι κάνουμε! είπαν αναμεταξύ τους. Τούτο είναι θεϊκή κατάρα!... Σε τι κριματίσαμε κι ήρθαμε να σφαγούμε συνατοί μας εδώ στον έρμο βράχο!...

Ρίχνονται αμέσως στα γόνατα, κλαίνε, μύρονται, σταυροκοπιένται.

- Αμάν, Θεέ μου! σώσε μας από το κακό ταζόμαστε όλοι στη χάρη σου. Ξεχνούμε τον κόσμο και τα καλά του· παρατούμε γυναίκες και παιδιά· έλεος!

Μόλις τάχτηκαν οι καπετάνιοι, αμέσως έπαψε το κακό. Μεμιάς συνήρθε το τσούρμο. Σαν να μην ήξεραν τι έκαναν ως τώρα, είδαν με φρίκη το σκοτωμό και τα αίματα εμπρός τους. Πέταξαν στη θάλασσα τα στιλέτα και άρχισαν να κλαίνε τους συντρόφους που σκότωσαν με τα ίδια τους τα χέρια. Οι καπετάνιοι πήραν τότε το ναυτόπουλο να τους δείξει τη σπηλιά για να έβρουν το αθάνατο νερό. Άμα το έβρουν, σκέφτηκαν, ανασταίνουν εύκολα τους σκοτωμένους. Πάνε μέσα στη σπηλιά, ψάχνουν αποδώ, γυρεύουν αποκεί· σταλιά νερό. Ο φόνος το μόλεψε κι έφυγε από το μάτι του ανθρώπου· μαζί χάθηκε το ψαράκι. Φαρμακωμένοι βγήκαν έξω οι καπετάνιοι. Αλλ’ ως που να έβγουν, ακούνε που φρεσκάριζε ο καιρός. Ζωντανά τα κύματα άρχισαν να δέρνονται στα ριζιμιά σπηλάδια.

- Τις βάρκες, μωρέ παιδιά! φωνάζουν δυνατά.

Ώστε να το ειπούν, οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του βράχου και ροκανίζονται αργά και άσφαλτα με τον αφρό του κυμάτου. Απελπισμένοι πηδάνε στ’ ορθολίθι ν’ αγναντέψουν τις φρεγάδες. Μα πού φρεγάδες; Το κύμα που ερχότανε δυναμωμένο από του Τσιρίγου το στενό κι ο άνεμος, άξιοι κι οι δυο γεμιτζήδες, πόδισαν τα καμαρωτά πλεούμενα και τους έδωκαν δρόμο στ’ ανοιχτά.

Οι καπετάνιοι πέφτουν στα γόνατα. Φως φανερά έβλεπαν πως ήταν θέλημα Θεού ν’ απομείνουν στο φοβερό ακρωτήρι. Ένα με το άλλο έχτισαν εκεί τα είκοσι τέσσερα μοναστήρια. Μα το αθάνατο νερό δεν ξαναφάνηκε. Μόνο δυο φορές το χρόνο, στην πρώτη Ανάσταση και του Σωτήρος, την ώρα που ανοίγουν τα Επουράνια, ο βράχος ρίχνει από μια στάλα στη γη. Πολλοί πηγαίνουν και ξενυχτούν μέσα στη σπηλιά, καλόγεροι και λαϊκοί, άντρες και γυναίκες με τα μαντίλια στο χέρι και τα μάτια κολλημένα στου βράχου το μακαριστό μαστάρι. Όμως άδικα ξενυχτούν. Ο βράχος το βγάζει κι η γη ζηλιάρα το αναρουφά ευθύς. Φοβάται, λες, μην τ’ αποχτήσει ο μαύρος άνθρωπος και γλιτώσει από το φοβερό της χωνευτήρι. Κι οι ξενυχτισμένοι φεύγουν κάθε χρόνο με την ίδια πίκρα στην ψυχή, χωρίς να ιδούν άλλο, παρά τα κάτασπρα κόκαλα που κείτονται βωμός ακόμη στη μέση της σπηλιάς.
Εγώ είδα τα κόκαλα και γω άκουσα για τις φρεγάδες τις βασιλικές. Αφού παράδειραν για χρόνια στ’ ανοιχτά, κατέβηκαν σύξυλες στον άμμο του βυθού. Η μία βρίσκεται στης Κρήτης τα νερά· η άλλη κάπου στη Ρόδο, μι οι άλλες δυο ανάμεσα στα Δωδεκάνησα. Είναι ακόμα ίδιες κι απαράλλαχτες, όπως πρωτοφάνηκαν στα νερά του Καβομαλιά. Είναι χυτές πρύμη πλώρη κι έχουν τις αρματωσιές τους βασιλικές και κείνες. Τα κατάρτια τους ατόφια μπρούτζινα, από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα. Τις αντένες όλες ατσαλένιες, σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα. Αν ρωτάς για τις κουπαστές και τις μπαταρίες τους, στο σύρμα είναι ντυμένες. Κι έχουν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου. Στην πρύμη, επάνω στο τιμόνι, έχουν το άγιο Βαγγέλιο και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ’ ένα δικέφαλον αητό την Παναγιά, που λάμπει – προσκυνώ τη χάρη της – σαν αυγερινός. Κάθε αυγή, με το πρώτο ανάβλεμμα του ηλιού, οι φρεγάδες αστραποβολούν στα γαλανά νερά. Τώρα ψυχή δεν έχουν· έρμες είναι από ναύτες κι από καπετάνιους. Όμως θα έρθει η ώρα που ψυχή θα πάρουν και γοργόνες καστρορίχτισσες θα σμίξουν και θα σύρουν πάλι στο δρόμο τους. Και θα γυρίσουν νικηφόρες πίσω στα πατρογονικά μας τα λιμάνια, στο δοξασμένο θρόνο του αναστημένου μας του Βασιλιά.

Ο μπαρμπα-Γιάννης κι ο γάιδαρός του, Αργύρης Εφταλιώτης



Αν έχει ιστορία ο μπαρμπα-Γιάννης, τη χρωστάει στο γάδαρό του. Επειδή ο γάδαρός του -Ψαρό τον έλεγε, ας τον πούμε και μεις Ψαρό - δούλεψε καλά στη ζωή, του, από την ώρα που σήκωσε σαμάρι η ράχη του. Επειδή στάθηκε καλότυχος γάδαρος ο Ψαρός, μ’ όλη του τη βαριά δουλειά που έκαμε στη ζωή του. Επειδή ήτανε γάδαρος με χαρακτήρα ο Ψαρός, και τον έδειξε τον χαρακτήρα του τότες που τον είχε ο μπαρμπα-Γιάννης έξι μήνες δεμένο στο μαγγανοπήγαδό του, έξι ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες που μπορούσαν και λιοντάρι να δαμάσουν, κι ωστόσο ο Ψαρός μήτε τη δύναμή του έχασε στο ζυγό εκείνο, μήτε τη μεγάλη του φωνή, μήτε τη σβελτάδα του, όταν από καιρό σε καιρό, τον άφηνε ο αφέντης του στο χωράφι να πάρει λιγάκι αέρα, να δροσιστεί με χορτάρι χλωρό.

Όταν ο μπαρμπα-Γιάννης έχασε το περιβόλι του, άλλο δεν του έμενε παρά ο Ψαρός. Αυτός ήταν ο φίλος του η σερμαγιά του, το στήριγμά του. Μ’ αυτόνα δούλευε, μ’ αυτόνα μιλούσε. Ανεβοκατέβαινε το βουναράκι του χωριού του με τον Ψαρό, και δεν ήταν πραμάτεια, δεν ήτανε λαχανικά, πωρικά, ξύλο, που δεν περνούσαν από του Ψαρού τη σταυρωτή ράχη πριν να ’ρθουνε στου μπαρμπα-Γιάννη τη γειτονιά.

Κατάντησε μπαρμπα-Γιάννης και Ψαρός να είναι ένα πράμα. Μαζί τρώγανε, μαζί περπατούσανε, μαζί κοιμούνταν. Έξω, έξω στην άκρη του χωριού, ο μπαρμπα-Γιάννης στο καλύβι ολομόναχος, ο Ψαρός στην αυλή. Έβγαινε ο μπαρμπα-Γιάννης στην πόρτα του πρωί πρωί, κι η πρώτη του καλημέρα ήτανε στον Ψαρό. Γύριζε τότες ο Ψαρός το κεφάλι κατά τον αφέντη του, σάλευε τ’ αυτιά του με λαχτάρα κι αγάπη, και τον κοίταζε με μάτια πανώρια, μάτι που μπορούσε κι η πιο μαυρομάτα κοπέλα να τα ζουλέψει.

Άλλοτε πάλι, στη δουλειά απάνω, αν ήτανε μεγάλη η ζέστη, παραπολύ βαρύ το γομάρι, και τύχαινε κι ο Ψαρός να είναι κακοδιάθετος ή παρακουρασμένος, και δεν ανέβαινε τον ανήφορο με μεγάλη προθυμία, έχανε την υπομονή του ο μπαρμπα-Γιάννης, και του μιλούσε σε γλώσσα που άνθρωπος να την υποφέρει ήταν αδύνατο, κι ωστόσο ο Ψαρός την υπόφερνε, κι έκανε τα καλά του μάλιστα, επειδή το γνώριζε πως έχει και ξύλο, αν και το ξύλο ο μπαρμπα-Γιάννης δεν του το ’δινε, παρά σαν έβλεπε πως δεν περνούσαν τα λόγια. Γάδαρος γνωστικότερος από ανθρώπους πολλούς που δεν εννοούν τίποτις να σου δώσουν με τίποτις να συμφωνήσουν, όσο λογικό και να είναι, παρά σαν δούνε σα νιώσουν τη βία, είτε στη ράχη τους, είτε κι αλλιώς.

Ηρωικός γάδαρος ο Ψαρός, διακριτικός αφέντης ο μπαρμπα-Γιάννης. Γι’ αυτό έζησε ο Ψαρός και χρόνια πολλά, και τον ωφέλησε τον αφέντη του, όσο γάδαρος άνθρωπο ποτές δεν ωφέλησε.

Μα όλα τα πράματα αυτουνού του κόσμου έχουν ένα τέλος, κι είχε και του μπαρμπα-Γιάννη και του Ψαρού η αχώριστη φιλία στο τέλος της.

Ανέβαινε τ’ αγαπημένο ζευγάρι από τον κάμπο, μέρα μεσημέρι. Αύγουστο μήνα, με γομάρι σταφύλια. ήταν τρυγητός, καιρό δεν είχανε να χάνουν, τα σταφύλια περίμεναν στ’ αμπέλι κομμένα, να κουβαληθούνε, να ζουληχτούνε, να γίνουν πετμέζι, μούστος κρασί. Ήταν το τρίτο ταξίδι τούτο. Έπρεπε να γίνουν άλλα τρία ταξίδια, και μήτε να σταθούνε στο μισό δρόμο, να ξεκουραστούνε, δεν είχαν καιρό. Ήταν τώρα γέρος ο μπαρμπα-Γιάννης μα κι ο Ψαρός ακόμα πιο γέρος. Δεν είχε πια ο Ψαρός την πρώτη σβελτάδα του.

-Τρέχα, κακόμοιρε, του έλεγε ο μπαρμπα-Γιάννης βραχνά βραχνά, τρέχα, γιατί έχουμε άλλα τρία. Και τότες πια θα ’χεις χειμωνικόφλουδα απόψε στο φαγί σου. Άιντε και φτάσαμε κακορίζικε!

Κι έκανε ο Ψαρός να τρέξει γληγορότερα, μα τα πόδια του έτρεμαν, ήταν κατεβασμένα τ’ αυτιά του, και γόγγυζε. Εκεί που γόγγυζε κοντοστέκεται, λυγίζουν τα γόνατά του, πέφτει κάτω, η άσπρη κοιλιά του στον ήλιο, τα πόδια του στον αέρα, τα κοφίνια με τα σταφύλια αποπίσω του.

Έτρεξε ο μπαρμπα-Γιάννης κατατρομασμένος, πρώτη φορά που πάθαινε τέτοιο πράμ’ ο Ψαρός. Άρχισε να ξελύνει του σαμαριού το λουρί, που του παράσφιγγε την κοιλιά του Ψαρού, και του ’κοβε την αναπνοή. Το ’σκισε το λουρί με το μαχαίρι του, παραμέρισε το σαμάρι όσο μπορούσε, ύστερα παίρνει το καπίστρι, και τραβάει τον Ψαρό να τόνε σηκώσει.

-Έλα γέρο μου, σήκω καημένε, σήκω κι έχουμε τρία ταξίδια ακόμα. Σήκω και θα ’χεις και κριθάρι απόψε. Σ’ αξίζει, καημένε. Σήκω. Ψαρέ μου!

Μα πού να σηκωθεί ο Ψαρός!

Σκύβει ο μπαρμπα-Γιάννης και χαδεύει τη ράχη του, το λαιμό του, το μέτωπό του, τραβάει έπειτα πάλι, του κάκου! Δε σηκώνεται ο Ψαρός!

Του πέρασε τότες από το νου του σαν αστραπή, ο φόβος μήπως έπαθε τίποτις ο Ψαρός, μήπως -κι ο φόβος μονάχα τον έκαμε να καθίσει, ν' ακουμπήσει κάπου, να συνεφέρει, να πάρει δύναμη για να μπορέσει να κοιτάξει τα μάτια του, να προσέξει την αναπνοή του, να καταλάβει αν ζει ο Ψαρός του.

Κάθισε λαχανιασμένος αφανισμένος από την κούραση, από τη βιάση του να ξελύσει το σαμάρι να παραμερίσει τα κοφίνια, από τα τράβα τράβα το καπίστρι να σηκωθεί ο Ψαρός, από τον ήλιο το φοβερό που τον έδερνε καθώς έπεφτε στην κoρφή του.

Κάθισε και σηκωμό πια δεν είχε. Μόνο έγειρε σ’ ένα βράχο πλαγινό, στο μισό το δρόμο του βουνού, που ψυχή δεν φαίνονταν από πουθενά να ’ρθει και να του χύσει μια στάλα νερό να τόνε συνεφέρει.

Ξανασυλλογίστηκε άξαφνα το δόλιο τον Ψαρό και πάσκισε να συρθεί κατακεί που ήταν πλαγιασμένος, να τόνε χαδέψει, να τον κάμει να σηκωθεί, να τον καβαλικέψει έπειτα και να πάει στο καλύβι του, να συχάσουν κι οι δύο τους, κι ας πάνε στο καλό τα σταφύλια.

Μα που να σηκωθεί πια ο μπαρμπα-Γιάννης! Όσο το συλλογιότανε να σηκωθεί, άλλο τόσο βούλιαζε μέσα στη λιγοθυμιά που τον πήρε βούλιαζε, όλο βούλιαζε, και τώρα πια άλλο δεν έμενε μέσα στο νου του παρά να μπορέσει ν’ απλώσει το χέρι του απάνω στον Ψαρό, να του δώσει να καταλάβει πως είναι κοντά του, πως παρακουράστηκε κι αυτός, και θα μείνει πλαγιασμένος, ώσπου να συνεφέρει.

Μάζεψε τη στερνή του δύναμη κι άπλωσε ο γέρος το χέρι του. Έπεσε βαριά το χέρι απάνω στον άψυχο το λαιμό του Ψαρού.

Έμεινε καθώς έπεσε το χέρι, έμεινε κι ο γέρος ασάλευτος, αμίλητος, αξύπνητος. Τίποτις δεν έφεγγε πια μέσα στο σβησμένο το νου του, και μήτε τα μερμήγκια κι οι μύγες, μήτ’ αυτά δεν τον πείραζαν πια. Μόνο τον έδερνε ο ήλιος, κι αυτός κοιμούνταν τον αιώνιο τον ύπνο, κοντά στον Ψαρό του, τον ήρωα τον Ψαρό, που απόθανε στη δουλειά του απάνω, σαν πολεμιστής απάνω στο κάστρο του.

Την άλλη μέρα σε κείνο το μέρος τίποτις άλλο δεν έβλεπες παρά μερικές ρώγες σκόρπιες εδώ και εκεί. Ο μπαρμπα-Γιάννης ήτανε θαμμένος στην Άγια-Μαρίνα λίγο παραπάνω, ο δύστυχος ο Ψαρός ήταν γκρεμισμένος μέσα σε χαράδρα βαθιά παρακάτω.

Δεν τον έθαψαν τον Ψαρό κι ας δούλεψε σ' όλη του τη ζωή. Τόνε λυπήθηκαν όμως τα όρνια και του ξεγύμνωναν τ' άσπρα τα κόκαλά του, και του τα ζέσταιν’ ο ήλιος και του τα ’πλεναν οι βροχές, ώσπου αφανίστηκαν και κείνα, κι άλλο τώρα δεν του μένει του κακόμοιρου του Ψαρού παρ’ αυτή η μικρή ιστορία.

Η βέσπα, Βασίλης Τσιαμπούσης

Σχόλιο: Κι ένα κείμενο με αθλητικό περιεχόμενο


Το ποδόσφαιρο είναι σαν το ρεμπέτικο τραγούδι. Μιλάει στην ψυχή του λαού και γράφει τη λογική και την κουλτούρα στα παλιά του τα παπούτσια. Γι' αυτό κυρίεψε όλο τον κόσμο».

Σύγχρονος λαϊκός φιλόσοφος κι αυθεντία στα ποδοσφαιρικά, ο κλητήρας.

«Το Μπερναμπέου; Μαδρίτη Ισπανίας, μήκος 203,80 μέτρα, πλάτος 102,30, είσοδοι 74, θέσεις 125.565, ρεκόρ εισιτηρίων στις 17 Απριλίου 1979 στον αγώνα...» κι όχι μπαρούφες, εξακριβωμένα πράγματα. Κατά καιρούς τού τη στήσανε μ' αποκόμματα από παλιές εφημερίδες, «στον τάδε αγώνα του 1958 ποιοι έβαλαν τα γκολ και σε ποιο λεπτό;», μα όλους τούς κόλλησε στον τοίχο. Διότι δεν ήταν όποιος όποιος, ήταν κινητή εγκυκλοπαίδεια κι έτσι τον ήξεραν όλοι: «Λάκης ο εγκυκλοπαίδειας» .

Πέρα όμως απ' τη δόξα και την αναγνώριση στη μικρή τους πόλη μόνο χάσιμο είχε απ' αυτή την ιστορία. Πρώτα πρώτα του 'φευγαν αρκετά χρήματα απ' τον πενιχρό μισθό του, για ν' αγοράζει κάθε αθλητική εφημερίδα και περιοδικό που έβγαινε. Έπειτα για να τα διαβάσει και να τα ταξινομήσει χρειαζόταν ώρες, που τις έκλεβε απ' τη γυναίκα και το παιδί του. Και το κυριότερο, ξόδευε ένα σωρό χρήματα στο ΠΡΟ-ΠΟ, που το θεωρούσε βεβαίως τομέα της ειδικότητάς του, όπου όμως δεν είχε κερδίσει ποτέ ούτε δραχμή. Η γυναίκα του, μ' όλο το θαυμασμό που του 'χε, το ερμήνευε απλά και λογικά:

«Καταγράφει στο μυαλό του τα γεγονότα αφού γίνουν κι όχι πριν, μοιάζει με μαγνητόφωνο αλλά δεν είναι και προφήτης». Ο Λάκης όμως είχε την απάντηση. «Ουδείς μετά Χριστόν πρoφήτης. Το ΠΡΟ-ΠΟ παίζεται με κρίση, γνώσεις και τύχη. Εγώ την κρίση και τις γνώσεις τα 'χω, αλλά η καταραμένη η τύχη με ντριπλάρει μια ζωή...».

Κι όσο γι ' αυτό δεν είχε άδικο. Χωρίς πατέρα από μικρός παράλληλα με το σχολείο δούλεψε βοηθός αρτεργάτη, διανομέας εφημερίδων, τσιράκι σε ζαχαροπλαστείο... χίλιες δυο δουλειές. Τέλειωσε με το ζόρι την τρίτη τάξη στο Γυμνάσιο, οι καθηγητές λέγανε πως δεν τα 'παιρνε τα γράμματα -«αν είναι δυνατό για έναν άνθρωπο με τέτοια μνήμη», έλεγε η γυναίκα του, κάθε που τύχαινε σε κουβέντα γι ' αδικίες στα σχολεία- και στο τέλος κάποιος γνωστός της μάνας του, στα μέσα έξω με τα πολιτικά, τον διόρισε κλητήρα στο Γυμνάσιο.

Τότε χόρτασαν ψωμί κι αυτός κι η χήρα μάνα. Και σαν όλους, που μόλις χορτάσουν την κοιλιά φροντίζουν να θρέψουν και το πνεύμα, έτσι κι ο Λάκης έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα όλων των εντύπων γύρω απ' το ποδόσφαιρο, ώστε σε λίγα χρόνια έγινε παντογνώστης.

Η γυναίκα του ήταν παιδί μεταναστών απ' τη Γερμανία. Παντρεύτηκαν με προξενιό, αλλά τον αγαπούσε πολύ και τον θαύμαζε. Σαν έλεγε «η μικρή μας τον μπαμπά της μοιάζει στο θυμητικό» κολλούσε η γλώσσα της. Αλλά κι ο Λάκης της είχε αδυναμία. «Η μόνη φορά που μου χαμογέλασε η τύχη ήταν σ' αυτή τη γυναίκα». Δεν έλεγε όμως τίποτα για την προίκα που ποτέ δεν είχε εισπράξει, γιατί κι η γυναίκα του ήταν ορφανή και παραπαίδι και μέχρι να την πάρει του τάζανε λαγούς με πετραχήλια.

Παραμονές του Πάσχα προκηρύχτηκε ο μεγάλος διαγωνισμός της εφημερίδας «Το Σουτ» με τη συνεργασία του Δεύτερου Προγράμματος της τηλεόρασης. Ο Λάκης πετούσε στα ουράνια. Έλεγε και ξανάλεγε στη γυναίκα του πως στο τέλος του χρόνου θα κυκλοφορούσαν μ' αυτοκίνητο, το έπαθλο του διαγωνισμού. Τόσο ήθελε εκείνη κι άρχισε να κάμνει όνειρα, πως θα μπορούσαν τα καλοκαίρια με τ' αμάξι κι ένα αντισκηνάκι να πηγαίνουν διακοπές, όπως οι ανώτεροί τους.

Η αισιοδοξία τους όμως μετατράπηκε σε στενοχώρια, όταν δημοσιεύτηκαν οι ερωτήσεις των προκριματικών, που ήταν στ' αλήθεια πολύ εύκολες. Απ' αυτούς που θ' απαντούσαν σωστά θα γινόταν κλήρωση και θα 'βγαιναν δεκάξι. Αυτοί θα μονομαχούσαν με σύστημα «νοκ-άουτ» στην τηλεόραση, μέχρι που ο τελικός νικητής θα 'παιρνε το αυτοκίνητο. Το πρόβλημα του Λάκη ήταν πώς θα κληρωθεί στους δεκάξι, μετά από 'κεί τα πράγματα θα ήταν εύκολα. Μην έχοντας καθόλου εμπιστοσύνη στην τύχη, αποφάσισε να ενεργήσει έξυπνα και πλάγια.

Πήγε στον πρόεδρο της ομάδας της πόλης τους. Η ομάδα τους ήταν στην Α’ κατηγορία στο Πρωτάθλημα, μάλιστα ο Λάκης είχε πει το πολύ φιλοσοφημένο, «Σ' αυτή την πόλη όλα είναι υποβαθμισμένα, Β' κατηγορίας και κάτω, και μόνο στο ποδόσφαιρο είμαστε Α' Εθνικής». Η ομάδα βέβαια είχε κι ένα άλλο χαρακτηριστικό. Ήταν δορυφόρος μιας μεγάλης ομάδας του κέντρου. Αυτό σήμαινε πως απ' τη μια έκανε «αβάντα» στους αγώνες με τη μεγάλη κι απ' την άλλη έπαιρνε τους ξοφλημένους παίχτες της, που όμως γι ' αυτήν ήτανε χρήσιμοι, κι έτσι κρατιόταν.

Πρόεδρος στην ομάδα του κέντρου ήταν κάποιος πολυεκατομμυριούχος εφοπλιστής που ήταν κι ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Το Σουτ».

Ο πρόεδρος της ομάδας του κατανόησε το πρόβλημα. «Είναι αδικία, Λάκη, να μείνεις εσύ έξω απ' τα τελικά, γι ' αυτό αύριο που θα κατέβω στην πρωτεύουσα θα το φροντίσω προσωπικά».

Και πράγματι, όταν γύρισε σε τέσσερις μέρες -τι αγωνία στο μεταξύ-, του 'πε πως η υπόθεση ήταν τελειωμένη. Ας έστελνε τις απαντήσεις και τ' άλλα δουλειά δική του.

Έτσι κι έγινε. Παρά το συμβολαιογράφο που επέβλεπε την τήρηση των κανόνων του διαγωνισμού και τους μάρτυρες αθλητικούς συντάκτες της τηλεόρασης, ο Λάκης ο εγκυκλοπαίδειας κληρώθηκε στους δεκάξι του διαγωνισμού.

Από τότε κλείστηκε στο υπόγειο κι άρχισε να ξεσκαλίζει τα παλιά αποκόμματα των εφημερίδων και τα φρεσκάρισε όλα τόσο πολύ στη μνήμη του, που είπε στη γυναίκα του «Τόσα πολλά δεν ήξερα ποτέ κι αν έδινα εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο θα έσπαζα όλα τα ρεκόρ». Κι η γυναίκα του όμως είχε μερτικό σ' αυτή την υπερπροσπάθεια, γιατί πήρε πάνω της όλες τις δουλειές, ψώνια, σπίτι, διάβασμα της μικρής, ώστε απερίσπαστος ο Λάκης να προσηλωθεί στη μελέτη.

Οι αγώνες άρχισαν στην πρωτεύουσα μια Τετάρτη του Δεκέμβρη στις εφτά τ' απόγευμα και μεταδίδονταν απευθείας απ' το Δεύτερο Πρόγραμμα της τηλεόρασης. Η συγκίνησή του ήταν μεγάλη να είναι ανάμεσα στους σπορκάστερ που έβλεπε κάθε Σαββατοκύριακο στ' αθλητικά και να τον παίρνει κι η τηλεόραση. Εκείνο το βράδυ μείναν οκτώ, το βράδυ της Πέμπτης τέσσερις και της Παρασκευής δύο, ο Λάκης κι ένας Κρητικός. Τ' απόγευμα του Σαββάτου στην τακτική αθλητική εκπομπή θα γινόταν ο μεγάλος τελικός.

Ο εγκυκλοπαίδειας ήταν αισιόδοξος. Είχε περάσει στον τελικό χωρίς ούτε μια χαμένη ερώτηση, ενώ ο Κρητικός είχε χάσει δυο ερωτήσεις στους τρεις αγώνες που έδωσε. Όπως κάθε βράδυ πήρε τηλέφωνο στη γειτόνισσα, η γυναίκα κι η μικρή περίμεναν εκεί. «Πολύ να σκέφτεσαι, μπαμπά, και να μη βιάζεσαι», η μικρή ήταν δασκαλεμένη, και τα ίδια περίπου του είπε κι η γυναίκα του. «Μη σκέφτεσαι εμάς, είμαστε μια χαρά. Εσύ το νου σου στο παιχνίδι».

Το βράδυ εκείνο δεν κοιμήθηκε και πολύ καλά, γιατί όσο κι αν ήταν σίγουρος για τον εαυτό του είχε κι αγωνία. Για μια στιγμή σκέφτηκε «δεν έχω δίπλωμα, πώς θα το πάω επάνω...», αλλά τέτοιες σκέψεις είναι γρουσούζικες και τις καταχώνιασε στο βάθος του μυαλού του.

Τ' απόγευμα της επομένης έφτασε στο στούντιο δυο ώρες νωρίτερα. Εκεί τον περίμενε και μια μικροέκπληξη. Ειδικά για τον τελικό θα τους μακιγιάρανε. Στήθηκε στην καρέκλα κι άρχισαν οι μπούντρες και τα ματζούνια, ντρεπότανε και λίγο, γιατί αυτά τα θεωρούσε γυναικεία τερτίπια, μα όταν τέλειωσαν, θαύμασε κι ο ίδιος τον εαυτό του στον καθρέφτη.

Το παιχνίδι θα γινόταν όπως και τις προηγούμενες μέρες, δέκα ερωτήσεις στον καθένα κι όποιος απαντούσε τις πιο πολλές. Οι ερωτήσεις ήταν δύσκολες, τόσο το καλύτερο γι ' αυτόν , μα ο Κρητικός ήταν πολύ ανεβασμένος, δεν έχασε ούτε μια απ' τις δέκα, κι άρχισε η παράταση και φτάσαν μία προς μία στις δεκατρείς κι απάντησε ο Κρητικός τη δικιά του κι αυτός στ' αλήθεια φοβήθηκε το γρουσούζικο αριθμό, μα η ερώτηση ήταν εύκολη, «Τι νούμερο παπούτσια φορούσε ο Νέτσερ;», «44 στο ένα και 45 στο άλλο πόδι», κι εκεί επενέβη ο συμβολαιογράφος, «θα πρέπει να μας πει σε ποιο πόδι το 44 και σε ποιο το 45». Για πρώτη φορά πιάστηκε αδιάβαστος, και «θα το ρίξω στην τύχη», σκέφτηκε, «45 στο δεξί και 44 στ' αριστερό» και κόντεψε να λιγοθυμήσει που ο παρουσιαστής είπε «ΟΧΙ» κι ο Κρητικός πετάχτηκε ως πάνω απ' τη χαρά του κι ο Λάκης είδε τα όνειρά του γκρεμισμένα και τ' αυτοκίνητο στο φέρι-μποτ ντουγρού για Κρήτη και φαντάστηκε τη γυναίκα του και τη μικρή να κλαίνε απογοητευμένες, αλλ' άπλωσε το χέρι και συγχάρηκε τον άλλο, όπως απαιτούν οι καλοί τρόποι, και λίγο τον ξεπίκρανε η επιταγή των πενήντα χιλιάδων «που παίρνετε ως δεύτερος νικητής».

Στην έξοδο τον περίμενε κάποιος κύριος. «Θέλει να σας δει 0...». Τον πήρε με τ' αμάξι και τον πήγε στα γραφεία. Τον ανήγγειλαν και «Κάτσε», του 'πε εκείνος, «ήσουν φανταστικός κι είχε δίκιο ο Πρόεδρός σας, μα δυστυχώς είχα υποχρέωση στον Κρητικό. Θα κατάλαβες φυσικά ότι του 'χαμε δώσει τις απαντήσεις, αλλά και σένα δε θα σ' αδικήσουμε και να κι ακόμα μια επιταγή των πενήντα χιλιάδων...».

Σκέφτηκε να του πετάξει κατάμουτρα τα δυο κωλόχαρτα, μα θυμήθηκε τα λόγια της κόρης του, «Πολύ να σκέφτεσαι, μπαμπά, και να μη βιάζεσαι...».

«Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε...», «Κι ό,τι πρόβλημα έχεις εγώ εδώ είμαι...». Βγήκε και κάθισε στα σκαλοπάτια, αλλά να μην τον βλέπει η γραμματέας, κι έκλαψε πικρά.

Στη μικρή τους πόλη είχε γίνει το πρόσωπο της ημέρας, έστω και χαμένος. Κάποιος μάλιστα στο καφενείο επέμενε πως «Τον φάγανε το δικό μας. Ο Κρητικός τις απαντήσεις τις ήξερε από πιο μπροστά κι ο συμβολαιογράφος ήταν στο κόλπο», μα αυτός τ' αρνήθηκε όλα, είχε άλλωστε κι ο ίδιος τη φωλιά του λερωμένη.

Με τα εκατό χιλιάρικα αγόρασε μια βέσπα και τις Κυριακές ανέβαζε τη γυναίκα και την κόρη του και τις πήγαινε βόλτα στο πάρκο. Από την ιστορία είχε κι ένα όφελος ουσιαστικό κι όλοι απορήσανε. Δεν ξαναγόρασε αθλητική εφημερίδα ούτε ξαναπάτησε στο γήπεδο εκείνη τη χρονιά.

Οι γλάροι, Ηλίας Βενέζης

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ

ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ

Το νησάκι που βρίσκεται στα βορινά της Λέσβου, ανάμεσα Πέτρα και Μόλυβο, είναι γυμνό κι έρημο. Δεν έχει όνομα, κι οι ψαράδες που δουλεύουν σ’ εκείνες τις θάλασσες το λένε απλά έτσι: «Το νησί». Δεν έχει μήτε ένα δέντρο, εξόν από θάμνους. Τρία μίλια μακριά, τα βουνά της Λέσβου συνθέτουν μια ήμερη αρμονία από γραμμή, από κίνηση και χρώμα. Πλάι σ’ αυτή τη σπατάλη το γυμνό νησί με την αυστηρή γραμμή του φαίνεται ακόμα πιο έρημο. Σαν να το είχε ξεχάσει ο Θεός, όταν έχτιζε τις στεριές κι έκανε τις θάλασσες στις εφτά πρώτες μέρες του Κόσμου.

Μα από τούτη τη γυμνή λουρίδα της γης μπορείς να δεις, το καλοκαίρι, τον ήλιο να πέφτει μέσα στο ατέλειωτο πέλαγο. Τότε τα χρώματα βάφουν τα νερά κι ολοένα αλλάζουν, κάθε στιγμή, σαν να λιώνουν μες στ’ αλαφρά κύματα. Όταν τα βράδια είναι πολύ καθαρά, μπορείς να ξεχωρίσεις τα βουνά του Άθω να βγαίνουν μέσα απ’ το πέλαγο και σιγά πάλι να σβήνουν μαζί με τη νύχτα που έρχεται. Αυτή την ώρα ο μπαρμπα-Δημήτρης, ο μοναχικός κάτοικος του έρημου νησιού, θα κάμει την τελευταία κίνηση που τον ενώνει με τους ανθρώπους και με τη ζωή: θ’ ανάψει το φως στο φάρο. Το φως θ’ αρχίσει ν’ ανάβει, να σβήνει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα αυστηρά, αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.

Ο γερο-φαροφύλακας τράβηξε τη βάρκα στον άμμο. Τη σιγούραρε καλά, μην τυχόν τη νύχτα γυρίσει ο καιρός και φουσκώσουν τα νερά. Την κοίταξε για τελευταία φορά, πριν πάρει το δρόμο για το φάρο.

— Λοιπόν, πάει κι αυτό το ταξίδι..., λέει σιγά.

Το λέει μονάχος του και σωπαίνει. Το ταξίδι αυτό, στην αντικρινή στεριά, γίνεται μια φορά το μήνα. Πηγαίνει για τις προμήθειές του, για το αλεύρι, το λάδι και για τα γεννήματα που του χρειάζονται. Στην αρχή, σε κάθε ταξίδι, έμενε όλη τη μέρα στο χωριό. Μιλούσε με παλιούς του φίλους, μάθαινε νέα για τη χώρα, για τον κόσμο, αν οι άνθρωποι ήταν σε πόλεμο για είχαν ειρήνη.

Ο τελωνοφύλακας του έδινε το μισθό του.

— Λοιπόν, και τον άλλο μήνα με το καλό, μπαρμπα-Δημήτρη.

Ο γέρος κουνούσε το κεφάλι του κι ευχαριστούσε. — Με το καλό, αν θα ‘χουμε ζωή, παιδί μου.

Τις άλλες ώρες, ώσπου να γυρίσει στο «νησί του», τις περνούσε ανεβαίνοντας στη μικρή Παναγιά, στο βράχο με τα εκατό σκαλιά, να κάμει την προσευχή του. Σταύρωνε τα χέρια του μπροστά στο παλιό εικόνισμα, χαμήλωνε το κεφάλι και προσευχόταν για τα δυο αγόρια του, που χάθηκαν στην καταστροφή της Ανατολής, για τους άλλους ανθρώπους, τελευταία για τον εαυτό του.

— Αν ζούνε, προστάτευέ τα, παρακαλούσε για τα παιδιά του. Φύλαγέ τα από θυμό κι από κακή ώρα. Φύλαγέ τα απ’ το μαχαίρι...

Μουρμούριζε τους χαιρετισμούς, ό,τι άλλο ήξερε από προσευχή, και τα γερασμένα πόδια του τρέμαν.

— Κι εμένα, καιρός πια είναι να ξεκουραστώ..., έλεγε και βούρκωναν τα μάτια του.

Κατέβαινε τα εκατό σκαλιά κάθε φορά με πιο αλαφρή καρδιά. Στο δρόμο στεκόταν και κοίταζε τα παιδάκια που παίζαν. Τον ξέραν όλα και σαν τον βλέπανε, βάζαν τις φωνές:

— Μπαρμπα-Δημήτρη! Μπαρμπα-Δημήτρη!

Τους αγόραζε φουντούκια και τους τα μοίραζε, κι εκείνα φωνάζαν χαρούμενα:

— Μην αργήσεις να ξανάρθεις, παππούλη! Μην αργήσεις!

Έτσι γινόταν σε κάθε ταξίδι κάθε φορά. Μα όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο ξεσυνήθιζε με τους ανθρώπους. Η ερημιά ολοένα τον κυρίευε, μέρα με τη μέρα, τον απορροφούσε, σαν να στάλαζε μες στην ύπαρξή του τη φοβερή της δύναμη. Σε κάθε ταξίδι λιγόστευε, όσο μπορούσε, τον καιρό που έπρεπε να μείνει στο χωριό για τις δουλειές του.

Έκοψε και το ανέβασμα στην εκκλησίτσα του βράχου.

— Συχώρεσέ με, γιατί πια δεν μπορώ, έλεγε στο Θεό, σαν να είχε κάμει αμαρτία. Παντού μπορώ να σε παρακαλώ, για να βλέπεις πόσο είμαι αδύναμος.

Κι όταν γύριζε στο νησί του, ύστερα από κάθε ταξίδι, έμενε πολύ αργά τη νύχτα, κάτω απ’ τα άστρα, να προσεύχεται.

Δε ρωτούσε πια νέα, τι γίνεται στον κόσμο. Δεν ήξερε τίποτα. Όλος ο κόσμος στένευε, μέρα με τη μέρα, γύρω στο έρημο νησί, κι έκλεινε με το βαθύ πέλαγο και με τα χρώματα, σαν έγερνε ο ήλιος.

Οι τελευταίοι σύντροφοι που άλλαζε πότε πότε καμιά κουβέντα μαζί τους ήταν ψαράδες που, σαν δεν τους έπαιρνε ο καιρός, άραζαν για λίγο στο νησί του. Μέναν εκεί στην ακρογιαλιά, όπου ερχόταν να σβήσει το κύμα, και λέγαν για τα βάσανά τους και για τη μοίρα τους. Πολλές φορές ξενυχτούσαν εκεί. Τότε, στις μακριές ώρες, ώσπου να χαράξει, όταν οι άλλες κουβέντες τέλειωναν, ερχόταν και η επίσημη ώρα για τα δυο παιδιά του.

— Ποιος το ξέρει..., του λέγαν οι ψαράδες. Μπορεί να ζούνε κι να ’ρθουν, μπαρμπα-Δημήτρη. Έτσι σαν τους γλάρους σου, που γύρισαν.

Δε μιλούσε, δε σάλευε, τα ήμερα μάτια του μένανε στυλωμένα στο βάθος της νύχτας.

— Ναι, μπαρμπα-Δημήτρη, σαν τους γλάρους σου. Έτσι μπορούν να γυρίσουν και να ’ρθουν. Μην απελπίζεσαι.

Οι ψαράδες τότε, μ’ αυτή την αφορμή, φέρναν την κουβέντα στους γλάρους του γέρου.

— Αλήθεια, του λέγανε, Πώς μπόρεσες να τους μερώσεις, μπαρμπα-Δημήτρη; Πουθενά δεν ακούστηκε να μερώνουν οι γλάροι...

— Έτσι είναι, παιδιά μου, μουρμούριζε αυτός. Όλα μερώνουν εδώ κάτου. Μοναχά ο άνθρωπος...

Τον ρωτούσαν να τους πει πάλι την ιστορία με τους γλάρους, μόλο που την ξέραν, όπως την ξέραν κι όλοι όσοι ζούσαν στην αντικρινή στεριά. Τα είχε βρει μικρά, μες στους βράχους, δυο γλαρόπουλα αμάλλιαγα ακόμα. Ήταν χειμώνας τότε, τα λυπήθηκε και τα κουβάλησε στο καλύβι του, πλάι στο φάρο. Τα κράτησε και τα μεγάλωσε, ταΐζοντάς τα μικρά ψάρια που έπιανε το δίχτυ του. Μια μέρα του ήρθε η ιδέα να τους βγάλει από ένα όνομα.

«Ε, λοιπόν, εσένα θα σε λέμε...»

Μες στις αναμνήσεις του, μες στην καρδιά του, κείνη την ήμερη ώρα τριγυρίζανε τα δυο παιδικά πρόσωπα, τον καιρό που ήταν πολύ μικρά και τα φώναζε.

«Λοιπόν..., εσένα να σε λέμε Βασιλάκη, είπε στο ένα πουλί. Κι εσένα να σε λέμε Αργύρη...»

Έτσι, από τότε άρχισε να τα φωνάζει με τα ονόματα των παιδιών του. Κι οι γλάροι σιγά σιγά τα συνηθίσανε.

Σαν μεγάλωσαν κι ήρθε η άνοιξη, ένα πρωί σκέφτηκε πως είναι αμαρτία να έχει σκλαβωμένα τα πουλιά. Αποφάσισε να τα λευτερώσει. Άνοιξε το μεγάλο καλαμένιο κλουβί κι έπιασε πρώτα το ένα πουλί. Το κράτησε μες στα δυο του χέρια, το χάιδεψε. Αισθανόταν την καρδιά του να είναι πολύ αλαφρή.

«Άιντε, λοιπόν, Βασίλη!» είπε στο πουλί και άνοιξε τα χέρια του, να το αφήσει να φύγει.

Το πουλί πέταξε, έφυγε.

Έβγαλε και το άλλο, το χάιδεψε σαν το πρώτο, το άφησε κι αυτό. Όλα ήταν ήμερα κείνη τη μέρα και η νύχτα που ήρθε ήταν ήμερη. Μονάχα που αισθανόταν να είναι ακόμα πιο έρημος.

Το ίδιο βράδυ είχε αποτραβηχτεί νωρίς, όταν άκουσε στο μικρό παράθυρο της καλύβας αλαφριά χτυπήματα. Πλησίασε και κοίταξε. Δεν το πίστευε. Πετούσε απ’ τη χαρά του, σαν να ήταν τα παιδιά του που γύριζαν.

Άνοιξε την πόρτα να μπουν μέσα οι γλάροι.

Από τότε αυτό γινόταν: τα πουλιά φεύγαν το πρωί, ταξιδεύανε ως τις αντικρινές στεριές της Ανατολής, ως πέρα στο Σίγρι, και τα βράδια γύριζαν. Έκαναν κοπάδι μαζί με άλλους γλάρους και πολλές φορές πετούσαν πάνω απ’ το ρημονήσι. Αν ήταν χαμηλά, ο γέρος μπορούσε να τους ξεχωρίσει απ’ τα σταχτιά σημάδια που είχαν κάτω απ’ τις φτερούγες. Σαν έβγαινε με τη βάρκα κι αυτοί τριγύριζαν εκεί σιμά, χαμήλωναν και τσίριζαν από πάνω του. Τους είχαν μάθει κι σι άλλοι ψαράδες στα μέρη εκείνα. Και σαν τους βλέπανε, φωνάζαν γελώντας:

— Ε, Βασίλη!... Ε, Αργύρη!...

Έτσι περνούσαν οι μέρες στο ρημονήσι. Η μια, η άλλη, αυτή που πέρασε, αυτή που θα ’ρθει. Μια αδιατάραχτη σειρά από μέρες και νύχτες, που δεν είχαν τίποτα να περιμένουν, άλλο απ’ το θάνατο.

Μια βραδιά του καλοκαιριού έγινε κάτι ασυνήθιστο. Οι γλάροι δε γύρισαν. Μήτε την άλλη μέρα φάνηκαν, μήτε την άλλη νύχτα.

— Μπορεί να ταξιδέψαν μακριά, συλλογίστηκε ο γέρος, για να ξεγελάσει την ανησυχία του.

Το άλλο πρωί, όπως συνήθιζε, κάθισε στο πεζούλι του φάρου. Κοίταξε το πέλαγο. Μια στιγμή του φάνηκε πως η θάλασσα αυλακωνόταν, κανένα μίλι μακριά, σαν να περνούσαν δελφίνια και παίζαν. Πολλές φορές έβλεπε στ’ ανοιχτά να περνούν δελφίνια. Τα παρακολουθούσε να γράφουν τις αργές κινήσεις τους όξω απ’ το νερό, πάλι να πέφτουν.

— Δελφίνια θα είναι και τώρα.

Μα σε λίγο είδε καθαρά πως δεν ήταν.

— Άνθρωποι είναι! είπε ξαφνιασμένος.

Κατέβηκε στο ακρογιάλι και περίμενε. Σε λίγο ξεχώρισε πως ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Κολυμπούσαν πλάι πλάι, με αργές κινήσεις, γεμάτες βεβαιότητα. Και το μικρό κύμα έκλεινε πάνω στο αυλάκι που άφηναν.

Τι να θέλουν;

Δε θυμόταν άλλη φορά να είχαν έρθει κατά κει για κολύμπι άνθρωποι. Κι ύστερα, δε φαινόταν εκεί γύρω καμιά βάρκα, απ’ όπου να είχαν πέσει.

Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει.

Τα δυο βρεμένα κορμιά τινάζουνται απ’ τη θάλασσα στ’ ακρογιάλι.

Το αγόρι κοιτάζει το κορίτσι μες στα μάτια και τεντώνει τα χέρια του ψηλά.

— Αχ! λέει παίρνοντας βαθιά ανάσα. Τι καλά που ήταν!

Το κορίτσι κάνει την ίδια κίνηση με τα χέρια. Πιο αργά:

— Τι καλά που ήταν!

Ύστερα τρέξαν προς το φαροφύλακα.

— Εσύ ‘σαι ο μπαρμπα-Δημήτρης; λέει το αγόρι.

— Εγώ είμαι, λέει με ταραχή. Μπας και σας έτυχε τίποτα;

— Α, μπα! βιάζεται να πει το αγόρι. Είπαμε χτες να κάνουμε αυτό το ταξίδι με τη φίλη μου, και να που ήρθαμε.

— Από πού; ρωτά ο γέρος με απορία. — Μα απ’ αντίκρυ, απ’ την Πέτρα.

Ο μπαρμπα-Δημήτρης δεν ξέρει τι να πει, μουρμουρίζει μονάχα πως δε θυμάται να του είχαν έρθει άλλη φορά ξένοι με τέτοιο ταξίδι.

Άρχισαν ν’ ανεβαίνουν προς το φάρο.

Περπατούσε πρώτος, τα παιδιά ακολουθούσαν. Δε θα ήταν το καθένα περισσότερο από δεκαοχτώ, δεκαεννιά χρονώ. Κι εκείνος βάδιζε μπρος, και τα χρόνια βάραιναν στους ώμους του, σαν να του ζητούσαν την ευθύνη, γιατί δεν τ’ άφηνε να ξεκουραστούν.

Κάθισαν στο πεζούλι του φάρου. Μπροστά τους το Αιγαίο ακύμαντο, ο ήλιος έτρεμε πάνω του.

— Από πού έρχεστε; ρώτησε ο γέρος.

— Σπουδάζουμε στην Αθήνα, είπε το κορίτσι. Εγώ σπουδάζω χημικός κι ο φίλος μου στο Πολυτεχνείο.

— Α, αλήθεια!... Μουρμουρίζει ο γέρος χωρίς να καταλαβαίνει.

— Έχεις πάει καμιά φορά στην Αθήνα, παππούλη; Ρωτά το κορίτσι.

— Όχι. Ποτές.

— Θα το ήθελες τώρα;

Η φωνή του είναι σιγανή, μόλις ακούεται:

— Όχι, παιδί μου. Τώρα είναι αργά.

— Θα είσαι πολύ μονάχος εδώ, παππούλη.

— Είμαι πολύ μοναχός, παιδί μου.

Σώπασαν. Πέρασε λίγη ώρα. Ψηλά πέρασε ένα κοπάδι γλάροι. Ο γέρος σηκώνεται και μπαίνει στο καλύβι να φέρει γλυκό. Απ’ το μικρό παράθυρο μπορεί να βλέπει τα δυο παιδιά, έτσι που είναι ξαπλωμένα. Στα κορμιά τους και στα πρόσωπά τους τρέμουν ακόμα στάλες απ’ τη θάλασσα. Ο ήλιος τα έχει ψήσει αλύπητα, είναι κει σαν δυο αγάλματα από μπρούντζο που τα ξέβρασε το πέλαγο — μια θεότητα της υγείας και μια θεότητα της νεότητας. Τα μαύρα μαλλιά του κοριτσιού πέφτουν πάνω στους ώμους του και στα μεγάλα μαύρα μάτια του σαλεύει βαθύ φως.

...Έτσι απλά και ήμερα είναι όλα στο ρημονήσι αυτή την ιερή ώρα. Έτσι ήμερα είναι και μες στην καρδιά του γέρου ανθρώπου. Είναι πλημμυρισμένος, τούτο το καλοκαιρινό πρωινό, είναι βουρκωμένος. Αυτή η απρόοπτη τρυφερότητα που ήρθε να ταράξει την ερημιά του, τα ακίνητα νερά...

— Παππούλη, να ‘ρθουμε κι εμείς μέσα; του φωνάζει απ’ έξω το κορίτσι.

— Έρχουμαι εγώ, έρχουμαι! Λέει ταραγμένος.

Τους έφερε γλυκό, αμύγδαλα, κρύο νερό.

— Δεν έχω τίποτα άλλο..., μουρμουρίζει, σαν να θέλει να τον συχωρέσουν.

— Κάθισε, κάθισε, παππούλη, — τον πιάνει το κορίτσι απ’ το χέρι να καθίσει πλάι του.

Κάθισε.

— Ελάτε και αύριο, τους λέει δειλά. Θα ψαρέψω για σας τη νύχτα. Αύριο φεύγουμε, απαντά το κορίτσι με λύπη. Κρίμα, τόσες μέρες που ήμαστε εδώ να μην ερχόμαστε! Είσαι πάντα έτσι έρημος, παππούλη;

— Πάντα, παιδί μου.

— Α. τώρα καταλαβαίνω τι ήταν οι γλάροι..., μουρμουρίζει το αγόρι.

— Ναι, παιδί μου, αυτό είναι. Η ερημιά.

— Θα πρέπει να τους συχωρέσεις, παππούλη, λέει πάλι το αγόρι σε λίγο. Αν ήξεραν, δε θα το έκαναν ποτέ.

Ο γέρος δεν καταλαβαίνει. Στέκει με απορία.

— Για ποιους λες, παιδί μου;

—Γι’ αυτούς που σκοτώσαν τους γλάρους σου λέω, μπαρμπα-Δημήτρη. Είναι φίλοι μας.

Καταλαβαίνει τα γόνατά του να τρέμουν, η καρδιά του χτυπά.

— Τους σκοτώσαν είπες;

— Α, δεν το ήξερες ακόμα;...

Το παιδί δαγκάνει τα χείλια του, μα είναι αργά. Του λέει την ιστορία: πως κυνηγούσαν, όλη η νεολαία, ύστερα κατεβήκαν στην ακρογιαλιά· οι δυο γλάροι χαμήλωσαν απ’ το άλλο κοπάδι, ο φίλος τους τράβηξε εκεί σιμά, γνώρισαν τις σταχτιές φτερούγες.

Ο γέρος ακούει, ακούει, — δεν είναι τίποτα, δυο γλάροι ήταν.

— Δεν ήξεραν, παππούλη..., λέει με θερμή φωνή το κορίτσι, συγκινημένο απ’ τη βουβή λύπη που βλέπει στο γερασμένο πρόσωπο. Δεν ήξεραν...

Κι εκείνος κουνά μόλις, αργά, το κεφάλι του, συγκατανεύοντας:

— Ναι, ναι, παιδί μου. Δε θα ξέραν...

Αρκετή ώρα πέρασε.

— Πρέπει να φύγουμε, λέει το αγόρι. Το κορίτσι σηκώνεται.

— Να φύγουμε.

Πηγαίνουν μπροστά, ο γέρος έρχεται λίγο πίσω τους. Φτάσαν στην ακρογιαλιά.

— Σε χαιρετούμε, παππούλη, λέει πρώτο το κορίτσι.

Πιάνει το χέρι του, σκύβει να το φιλήσει. Κι αυτός της χαϊδεύει τα μακριά μαλλιά.

— Να σας βλογά ο Θεός, μουρμουρίζει συγκινημένος.

Έφυγαν. Παρακολουθεί πολλή ώρα το μικρό αυλάκι που κάνουν τα κορμιά τους στη θάλασσα. Ώσπου όλα σβήνουν απ’ τα μάτια του. Και το πέλαγο είναι πάντα έρημο Και ατελείωτο.

Νυχτώνει. Έχει καθίσει στο πεζούλι, οι ώρες περνούν. Όλα περνούν απ’ τα θολωμένα μάτια του: τα μικρά του τα χρόνια, τα παιδιά που μεγάλωσε και χάθηκαν, οι άνθρωποι που τον πικράνανε. Όλα περνούν κι όλα σβήνουν. Και τα δυο παιδιά κι ένα κοπάδι γλάροι που πετούν ψηλά. Δυο γλάροι έχουν σταχτιές φτερούγες. Κι αυτοί περνούν και χάνουνται. Δεν είναι πια να γυρίσει τίποτα. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και τα δάκρυα στάζουν στην ξερή γη. Από πάνω του το φως του φάρου ανάβει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα, αυστηρά και αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.