Μια γάτα για τον Λέλο Λίβα, Ανδρέας Αποστολίδης

Σχόλιο: Ένα αστυνομικό διήγημα με μια δόση χιούμορ. Προσέξτε τις περιγραφές...
Καλή ανάγνωση!



Είμαστε στα 1979, λίγες μέρες πριν από την υπογραφή της συμφωνίας του Ζαππείου. Ο Λέλος Λίβας δεν είχε έξι μήνες που άφησε το Σώμα της Αστυνομίας, στο οποίο υπηρετούσε δεκαπέντε συνεχόμενα έτη.
Παραιτήθηκε μόλις είδε πως στις τελευταίες κρίσεις το όνομά του δεν περιλαμβανόταν στις προαγωγές. Θα άνοιγε το δικό του γραφείο ερευνών. Είχε βάλει μερικά λεφτά στην άκρη, καθώς δεν ήταν παντρεμένος και εκτός από την ηλικιωμένη μητέρα του δεν είχε άλλο στόμα να θρέψει.
Έτσι κι έγινε. Το άνοιξε το γραφείο. Και τώρα αισθανόταν μεγάλη ανακούφιση. Βέβαια σε αυτούς τους έξι μήνες δεν είχε πετύχει ακόμα την καλή υπόθεση που θα τον έκανε γνωστό.
Το γραφείο του το είχε στην οδό Αβέρωφ, η οποία θύμιζε τον στιβαρό πολιτικό τού υπουργείου Εθνικής Αμύνης, που ήταν και πονηρούτσικο άτομο συνδυασμός ευνοϊκός, πίστευε, για τους υποψήφιους πελάτες Γραφείου Ερευνών!
Ήταν βέβαιος ότι είχε κάνει τη σωστή κίνηση.
Εκείνη την ημέρα είχε φθάσει μεσημέρι, όταν το τηλέφωνο χτύπησε για πρώτη φορά. Ο Λέλος το σήκωσε. «Γραφείο Ερευνών - Λέλος Λίβας και συνεργάτες - Αβέρωφ 12 - ακούω».
«Κοιτάξτε κύριε Λίβα, σας θέλω για ένα λεπτό θέμα και λίγο περίεργο».
Ήταν μια γυναικεία φωνή βραχνή από τσιγάρο ή φαρυγγίτιδα. Ο Λέλος σκέφτηκε ότι διέθετε υπολείμματα αισθησιακότητας που παρέπεμπαν στον μεσοπόλεμο.
«Γύρω στα εβδομήντα την κάνω», κατέληξε μέσα του.
«Ε, με ποιαν έχω την τιμή να συνομιλώ;».
«Ζαζί, λέγομαι Ζαζί Μορώνη».
«Χάρηκα πολύ, σας ακούω... είμαι όλος αυτιά».
«Πρόκειται, όπως σας είπα, για λεπτό θέμα».
«Για τα λεπτά και περίεργα θέματα δουλεύουμε κυρία μου».
«Ωραία. Λοιπόν, πρόκειται για τη μοναδική αγαπημένη μου... χάθηκε ή μάλλον υποψιάζομαι δολοφονία από ένα κτήνος».
Ο Λέλος έμεινε κόκαλο. Παύση. Εντατική σκέψη. «Πρέπει να το παίξω καθαρός από την αρχή»...
«Είστε στη γραμμή κύριε Λίβα;».
«Μάλιστα... Μήπως για ένα φονικό θα ήταν δέον να απευθυνθείτε πρώτα στο οικείο αστυνομικό τμήμα;».
«Ξέρετε να είναι αποτελεσματικό κάτι τέτοιο, ξέρετε από την πείρα σας το οικείο μου αστυνομικό τμήμα να διαθέτει άτομα με την απαιτούμενη καλλιέργεια και ευαισθησία για μια τέτοια έρευνα; Όχι, πείτε μου;». Η κυρία Μορώνη φαινόταν εκνευρισμένη.
«Νομίζω ότι υπάρχουν αστυνομικοί με κάποιο επίπεδο. Και εγώ από την οικογένεια της αστυνομίας προέρχομαι, δεν σας το κρύβω».
«Δηλαδή, δεν θα αναλάβετε τις έρευνες για τη Μιμή;».
«Είναι το όνομα της ψυχοκόρης σας;».
«Εύστοχα το θέσατε, γιατί η Μιμή για μένα είναι ή ήταν σαν ψυχοκόρη». Η διάθεση της κυρίας Ζαζί Μορώνη είχε φτιάξει.
«Για εξηγήστε μου αυτό το σαν να μπω καλύτερα στο νόημα».
«Ήταν σαν άνθρωπος, τέτοια ευαισθησία, τέτοια κατανόηση, τέτοια υπακοή, τέτοια τρυφερότητα, τέτοια αγάπη και τόση ομορφιά...».
«Καλλονή;».
«Του Σιάμ. Τέλειο τρίχωμα, σταχτί μάτια, φουντωτή ουρά και καθαρή, σαν πριγκίπισσα».
Ο Λέλος σκέφθηκε γρήγορα: «Θα τρελαθώ, αλλά νομίζω ότι μου μιλάει για γάτα».
«Ετών;».
«Μόνον οκτώ».
«Να σας ρωτήσω κάτι, κυρία Μορώνη μου; Πώς με βρήκατε;».
«Μα από τον κατάλογο, φυσικά».
«Και γιατί εμένα; Οι συνάδελφοι είναι πολλοί».
«Α... να σας απαντήσω με κάθε ειλικρίνεια. Το κατάστημά σας είναι στην οδό Αβέρωφ και στον Χρυσό Οδηγό την έχετε με κεφαλαία. Με την οικογένεια ήμασταν φίλοι, από την πλευρά του πατρός μου, πτεράρχου Αριστοβούλου Σερέτη».
«Κοιτάξτε, τα κατοικίδια ζώα δεν θα έλεγα πως είναι ο τομέας του Γραφείου. Τα νυχτερινά κέντρα ή ένας χαμένος σύζυγος είναι πιο κοντά στο ρεπερτόριό μας».
«Οπότε;».
«Οπότε...». Ο Λέλος σκέφθηκε να θέσει μια τελευταία ερώτηση. «Οπότε... πού μένετε;».
«Στην οδό Κιουρί, στην Κηφισιά».
Η Κηφισιά ήταν κάτι που έβαλε σε σκέψεις τον Λίβα. Εκτός από μια υπόθεση διαζυγίου στη Θήβα δεν είχε τίποτα άλλο εδώ και δύο εβδομάδες. «Λες, Λέλο, να βάλεις νερό στο κρασί σου», σκέφθηκε.
«Νομίζω ότι πρέπει να τα πούμε από κοντά», επενέβη η Ζαζί Μορώνη.
«Κι εγώ», έκανε με σβησμένη φωνή ο Λέλος Λίβας.
Παράγγειλε διπλό φραπέ στο καφενείο του απέναντι ισογείου, λέγοντας ότι τον θέλει σκέτο. «Ναι, μαυροζούμι και γρήγορα».
Η Βίλα Ακακία είχε μια μάντρα ψηλή. Ο Λέλος κοίταξε μέσα από την εξωτερική καγκελόπορτα. Όλα τα παράθυρα ήταν σφαλισμένα εκτός από ένα στο ισόγειο και ένα στον δεύτερο όροφο πίσω από μια βεράντα. Η βλάστηση του κτήματος ήταν πλούσια¬ όλο αγριομολόχες, χαμομήλια, τσουκνίδες και χόρτα του βουνού.
Δεξιά της Βίλας Ακακίας υπήρχε ένα μισοφτιαγμένο πιο μοντέρνο χτίσμα, ίσιο με δύο ημιτελείς προσθήκες δεξιά αριστερά. Πανωσήκωμα δεν προβλεπόταν. Έμοιαζε και αυτή η κατοικία να υπολειτουργεί. Ένα λυκόσκυλο περιφερόταν σαν να ήταν ο άρχοντας του σπιτιού.
Αριστερά της Ακακίας υπήρχε ένα άδειο οικόπεδο, που κύκλωνε από την πίσω μεριά και το γειτονικό σπίτι. Η εξωτερική μάντρα ήταν μισογκρεμισμένη και στην πίσω ξερολιθιά, στο βάθος, είχε σχηματιστεί με κιμωλία ένα τέρμα για ποδόσφαιρο. Λίγο πιο πέρα ξεκινούσε μια πυκνή συστάδα πεύκων και στην πλευρά προς το σπίτι με τον σκύλο υπήρχε μια σειρά από σκονισμένες πικροδάφνες.
Ο Λίβας, μετά την πρώτη αυτή αυτοψία, επέστρεψε στην καγκελόπορτα της Ακακίας. Είχε ένα κουδούνι φιλντισένιο, όπως κατάλαβε, όταν έξυσε με το νύχι τη λίγδα του. Το πάτησε.
Στον χορταριασμένο κήπο φάνηκε μια υπηρέτρια. «Έρχομαι, έρχομαι» φώναζε από μακριά.
Πριν ανοίξει τη σιδερένια εξώπορτα, η υπηρέτρια ρώτησε:
«Είστε της Ασφάλειας;».
«Όχι, είμαι ιδιωτικός ντετέκτιβ», αποκρίθηκε ο Λίβας.
«Ωραία, πέρασε».
Ο ενικός του χάλασε κάτι από τη σκαμπρόζικη διάθεσή του, όπως και η υποψία του ότι η Μορώνη είχε επικοινωνήσει τελικά με το τμήμα. «Να δεις που θα με μπλέξει με τους μπάτσους και θα γίνω ρεζίλι», μονολόγησε.
Βαδίζοντας στον μικρό χωματόδρομο, αισθάνθηκε ανησυχία. Διέκρινε μια μισόξερη λιμνούλα στ' αριστερά του σπιτιού γεμάτη διψασμένα βατράχια. Κουάξ-κουάξ, έκαναν, λες και αποκρίνονταν στους συλλογισμούς του.
Ύστερα από τον προθάλαμο και το μεγάλο χολ, μπήκε σ' ένα σαλόνι γεμάτο βαλσαμωμένα πουλιά, βελούδο και κλειστές κουρτίνες. Από μια σκοτεινή κόχη, κοντά στη μεγάλη δρύινη σκάλα, που οδηγούσε πάνω, πετάχτηκε η οικοδέσποινα με μια πίπα στο στόμα της, λέγοντας τσαχπίνικα: «Αλό, αλό... από εδώ».
Υπήρχε κάτι σαν σαλονάκι στο βάθος της μεγάλης αίθουσας.
«Μορώνη».
«Λίβας» ¬ συστήθηκαν με εξεταστικές ματιές.
Η εβδομηντάχρονη γυναίκα είχε κάτι από αρπακτικό στην κατατομή του προσώπου της και θα περίμενε κανείς η φωνή της να ήταν πιο τσιριχτή, αλλά αυτή η πίπα, καρφωμένη στο στόμα της επιβεβαίωνε την αρχική τηλεφωνική εντύπωση που έδινε η βραχνή φωνή της. Ήταν αρειμάνια καπνίστρια.
«Πεταχτούλα στα νιάτα της», σκέφτηκε ο Λέλος Λίβας.
«Εγώ να πηγαίνω», είπε τσαχπίνικα η υπηρέτρια.
«Στο καλό, πουλάκι μου», έκανε ο Λίβας.
«Κωλοπετσωμένος», μονολόγησε η Μορώνη, επιδοκιμαστικά. «Μου κάνει, έτσι κι έχει τακτ».
«Κυρία μου, η τιμή μου είναι δύο χιλιάρικα τη μέρα συν τα έξοδα, συν πενήντα χιλιάδες για τη λύση...».
«Κύριε Λέλο μου», έκανε, αφήνοντας ένα συννεφάκι καπνού, «η ψιψίνα μου είναι υπεράνω τιμής. Δεν την παζαρεύω...».
«Κυρία Μορώνη μου, μία μόνο ερώτηση. Τελικά ειδοποιήσατε την αστυνομία;
Ρωτάω γιατί η υπηρέτρια μού φάνηκε πως περίμενε και την Ασφάλεια να έρθει».
Η Μορώνη χαμογέλασε. «Α, κατάλαβα. Όχι, φυσικά και δεν την ειδοποίησα. Είναι μάταιο. Η Ασφάλεια πέρασε από εδώ, γιατί ερευνά κάτι το εντελώς άσχετο. Μην ανησυχείτε καθόλου».
Ο Λίβας ανακουφίστηκε. «Ωραία, ας περάσουμε αμέσως στο ψητό. Αισθάνομαι όπως ένα ασυγκράτητο λαγωνικό».
Ακούστηκαν φοβερά γαβγίσματα!
Η Ζαζί ανατρίχιασε και αναφώνησε ¬ δείχνοντας με την πίπα της μέσα από το κλειστό παράθυρο προς το πλαϊνό χαμηλό μοντέρνο μισόκτιστο οίκημα:
«Πρόκειται για τον απαίσιο γείτονά μου. Αυτός την έφαγε, ο απαίσιος σκύλος, αποκαλύψτε τον! Είναι τέρας!».
Ο Λέλος κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο βρυχηθμός του ζωντανού ήταν πράγματι τρομακτικός. Ταράχτηκε. Είχε πέσει και σούρουπο.
«Φεύγω αμέσως για αυτοψία», έκανε με την αρμόζουσα αποφασιστικότητα. «Ο χρόνος μετράει».
«Μετράει! Τρεχάτε!».
Ο Λέλος ξεδίπλωσε πρώτα ένα πολυγραφημένο χαρτί.
«Έχω εδώ και ένα ιδιωτικό συμφωνητικό», πρόσθεσε δειλά.
Η ηλικιωμένη άφησε ένα διπλό συννεφάκι καπνού μέσα από τα ρουθούνια της. «Φέρτε το μου», αποκρίθηκε αναστενάζοντας, «να σας το υπογράψω».
Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Ο Λίβας πήρε θέση μέσα στις σκονισμένες πικροδάφνες στο άδειο οικόπεδο με θέα το σπίτι του γείτονα με τον θηριώδη σκύλο.
Δεν είχε περάσει μισή ώρα, όταν άκουσε ένα σούρσιμο μέσα στην πλαϊνή συστάδα από χαμόδεντρα. Το σημείο δεν φωτιζόταν από πουθενά, έτσι το μόνο που πρόλαβε να διακρίνει είναι τρεις σκιές να πλησιάζουν απειλητικά καταπάνω του και καθώς οπισθοχώρησε ασυναίσθητα κι έκανε να γυρίσει για να το βάλει καλού - κακού στα πόδια, μια που δεν φημιζόταν για την τρομερή του ανδρεία, δέχτηκε μια σιδερογροθιά πάνω από το αριστερό φρύδι και ξεράθηκε στο χώμα.
Συνήλθε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής με πέντε αστυνομικούς της Ασφάλειας από πάνω του να τον βρίζουν.
Τι είχε συμβεί;
Το τμήμα της περιοχής, σε συνεργασία με την Ασφάλεια, ερευνούσαν την εξαφάνιση από γειτονικό σπίτι, ένα τετράγωνο πιο κάτω, μιας όμορφης γυναίκας, ιδιαιτέρας του Πρέσβη επί τιμή Γκαρέτσου, που θα λάβαινε μέρος στην υπογραφή το επόμενο απόγευμα της συμφωνίας ένταξης στην ΕΟΚ.
Η Ασφάλεια φοβόταν, κυρίως για προληπτικούς λόγους, μήπως η εξαφάνιση της ιδιαιτέρας είχε σχέση με κάποια τρομοκρατική επιχείρηση σε εξέλιξη και επειδή ο ιδιοκτήτης του σπιτιού με τον σκύλο είχε φύγει ξαφνικά στο εξωτερικό, την ίδια μέρα που εξαφανίστηκε η ιδιαιτέρα και υπήρχαν μαρτυρίες από γείτονες ότι η όμορφη Κορίνα Καλτσά τον επισκεπτόταν, έθεσαν κι αυτοί υπό παρακολούθηση το ύποπτο σπίτι.
Όταν ο Λίβας συνήλθε από τον ξυλοδαρμό του και κατάλαβε τι είχε γίνει, μπόρεσε να λύσει την παρεξήγηση για να εισπράξει όμως καταιγισμό από ειρωνικά σχόλια.
Αφού τα λούστηκε υπομονετικά, πέταξε στους υπομειδιόντες άνδρες της Ασφάλειας, τη στιγμή που τον άφηναν να φύγει: «Ρε παιδιά, η ιστορία με την ιδιαιτέρα μού φαίνεται για γκομενοδουλειά... Αφού δεν έχουμε τρομοκρατία. Εδώ οι αναρχοκομμουνιστές σκοτώνουν μόνο αστυνομικούς που είχαν προσωπικά μαζί τους κατά την επταετία. Είμαι βέβαιος... γκομενοδουλειά είναι. Το μυρίζομαι».
«Κι εγώ μυρίζομαι πως θα στην ανάψω ξανά, αν δεν χαθείς αμέσως από μπροστά μου», του αποκρίθηκε ο επικεφαλής της Προστασίας Υψηλών Προσώπων που τα πήρε στο κρανίο και ο Λέλος κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες του τμήματος χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Γύρισε στο γραφείο του ξημερώματα. Έβαλε οινόπνευμα στο σκισμένο του φρύδι, βόγκηξε, γέμισε ουίσκι το πλαστικό ποτηράκι του και διάβασε τις εφημερίδες που του άφηνε κάθε μέρα ο καφετζής. Η εξαφάνιση της ιδιαιτέρας είχε κρατηθεί μυστική. Προς στιγμή η καινούργια υπόθεση τράβηξε το ενδιαφέρον του, αλλά σε λίγο που χαλάρωσε μονολόγησε:
«Λέλο, άσε τις μαλακίες και πήγαινε πρωί - πρωί να καθαρίσεις την ιστορία με τη γάτα. Το γραφείο έχει έξοδα και η μαμά θέλει βουνό το καλοκαίρι».
Στο πλαϊνό σπίτι το λυκόσκυλο ήταν δεμένο. Ένας τριαντάρης κηπουρός με αγροτικό παράστημα φρόντιζε τον κήπο.
«Γεια σου, τι κάνεις εδώ;»
«Εσύ τι κάνεις εδώ;»
«Αστυνομία», αποκρίθηκε κοφτά, για να συμπληρώσει σε πιο εμπιστευτικό τόνο: «ιδιωτική».
Μια σκιά ανησυχίας φάνηκε στο πρόσωπο του κηπουρού.
«Τι πάει να πει ιδιωτική;»
Ο Λέλος σκέφθηκε γρήγορα: «Για δες που ξεψάρωσαν και οι κηπουροί».
«Πάει να πει ότι κάποιος ιδιώτης προσλαμβάνει εντεταλμένο άτομο για λογαριασμό του και όχι για λογαριασμό της πολιτείας. Να η άδειά μου».
«Λοιπόν;»
«Είμαι συμβεβλημένος με τη Φιλοζωική. Πολύ μοχθηρός μου φαίνεται ο λύκος».
«Είναι ζόρικος. Θες να τον ξαμολήσω;»
«Για να σοβαρευτούμε».
«Ακριβώς».
«Κοίτα, με τις γατούλες που βγαίνουν βολτούλα, ξέρεις, για να ζευγαρώσουν με κεραμιδόγατους ¬ πώς τα πάει ο...».
«Ο Βάλτερ;»
«Ναι, ο Βάλτερ».
«Δεν φέρνεις μια γατούλα να σου κάνω επίδειξη;»
«Περίμενε να πιάσω μια, είδα δύο τρεις αδέσποτες στον δρόμο. Έρχομαι αμέσως».
«Περίμενε, αστειευόμουνα. Τι θες να κάνει; Σκύλος είναι, θα τις κυνηγήσει. Πού το πας;»
«Πού το πάω ε;» Ο Λίβας αναστέναξε. «Κοίτα, θα σου μιλήσω ανοιχτά. Η διπλανή έχασε τη γάτα της. Μπορεί να την κατασπάραξε ο Βάλτερ;»
«Και σένα τι σε νοιάζει;»
«Ερευνώ την τύχη μιας Σιαμέζας γκρι της γειτόνισσας».
«Με δουλεύεις;»
«Μακάρι».
«Κοίτα, ο Βάλτερ είναι άκακος. Άγριος, αλλά... σκυλί που γαβγίζει, δεν δαγκώνει».
«Δεν είμαι και τόσο βέβαιος, άλλα μού έλεγες προ ολίγου. Ξέρεις, φιλαράκο, τα πράγματα με τα κατοικίδια δεν είναι τόσο απλά πλέον. Μπαίνουμε στην ΕΟΚ.
Αύριο πέφτουν οι τζίφρες. Η νομοθεσία αλλάζει, δεν ξέρω αν το έχεις πάρει πρέφα. Εκεί, ο φόνος κατοικίδιου είναι κάτι σαν ανθρωποκτονία».
Ο κηπουρός πήγε να σκάσει στα γέλια.
Ο Λέλος τον πρόλαβε: «Τι λες για τρία χιλιαρικάκια;»
«Δεν λέω ποτέ όχι, ειδικά αν γίνουν πέντε».
«Λοιπόν, θα βγάλεις τον σκύλο βόλτα, αλλά θα τον αφήσεις να σε οδηγήσει αυτός. Αν έχει κατασπαράξει τη γάτα, θα επιστρέψει στον τόπο του εγκλήματος. Είναι νόμος. Ίσως όχι για τους ανθρώπους, αλλά για τους σκύλους είναι σίγουρα. Σε χωριό μεγάλωσα κι εγώ».
Ο Βάλτερ ξεκίνησε με το πάσο του τη βόλτα. Κατούρησε, τα έκανε στο οικόπεδο και μετά τράβηξε πέρα από τις χθεσινές πικροδάφνες σε μια συστάδα με πεύκα. Εκεί, άρχισε να μυρίζει το χώμα. Πλησίασε μια απόμερη γωνιά. Άρχισε να σκάβει με το πόδι του. Ο Λέλος, βλέποντας την τύχη να του χαμογελάει, ζήτησε από τον κηπουρό φτυάρι. Ο κηπουρός γύρισε στο σπίτι, έδεσε τον σκύλο και επέστρεψε με το φτυάρι. Ο Λέλος του μέτρησε πέντε τσαλακωμένα χιλιάρικα, σήκωσε τα μανίκια του και άρχισε το σκάψιμο.
Στο μισό μέτρο δεν βρήκε τίποτα. Αλλά το μέρος σίγουρα είχε σκαφτεί και σκεπαστεί ξανά πρόσφατα. Στο ενάμιση μέτρο το φτυάρι κάπου βρήκε.
«Εδώ είμαστε», έκανε ο Λέλος κι ο κηπουρός έσκυψε με πολύ περιέργεια, αλλά αντί για το κουφάρι της κατασπαραγμένης γάτας, σε λίγο φάνηκε ένα ανθρώπινο γυναικείο χέρι!
Ο Λέλος πέταξε έντρομος το φτυάρι. Ταυτόχρονα, μια γατούλα του Σιάμ με ροζ κορδέλα πήδηξε από την πλαϊνή ξερολιθιά γεμάτη κεραμιδόγατους κι έτρεξε έντρομη στην αγκαλιά του Λίβα, για να προστατευθεί από τις αγριοφωνάρες του Βάλτερ, που έφθαναν από μακριά.
Ο ιδιωτικός αστυνομικός ειδοποίησε την Ασφάλεια, από τον πρώτο θάλαμο που βρήκε, με τη γατούλα γαντζωμένη στον ώμο του...
Ο Λίβας την επομένη άλλαξε το διαφημιστικό του: «Χάσατε τη γάτα σας, την ιδιαιτέρα ή τη σύζυγό σας; Λέλος Λίβας - Έρευνες».
Οι εφημερίδες έγραφαν για τον ρόλο ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ στην ανακάλυψη του πτώματος της ιδιαιτέρας του Πρέσβη επί τιμή Γκαρέτσου, που θα ήταν παρών το απόγευμα στο Ζάππειο, στην πανηγυρική υπογραφή της ένταξης του ελληνικού Κράτους στην ΕΟΚ.
Η ιδιαιτέρα του, Κορίνα Καλτσά, είχε ερωτικές σχέσεις με τον ιδιοκτήτη του Βάλτερ, έναν εμπορικό αντιπρόσωπο με έδρα τη Βόννη, ονόματι Ιωακείμ Ιωσηφόγλου. Φαίνεται, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις της νεκροψίας, ότι η Καλτσά τού έμεινε στα χέρια στη διάρκεια κάποιου είδους ερωτικής πράξης. Στη συνέχεια ο Ιωσηφόγλου την έθαψε πρόχειρα κι έφυγε στο εξωτερικό πριν ξεσπάσει σκάνδαλο.
«Κι οι μαλάκες έψαχναν για τρομοκράτες, αφού δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα στην Ελλάδα», μονολογούσε ο Λέλος Λίβας, φέσι με το ουισκάκι στο γραφείο του να απολαμβάνει την ουρανοκατέβατη επιτυχία, μετρώντας ξανά και ξανά τα κολλαριστά χιλιάρικα της Ζαζί Μορώνη, ενώ η τηλεόραση του διπλανού δικηγόρου έπαιζε τον Εθνικό Ύμνο και ο φτωχός ιδιωτικός ντετέκτιβ, γεμίζοντας ξανά το πλαστικό ποτηράκι του, ένιωθε εκείνη τη στιγμή σαν να ήταν αυτός το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς.

Το δανείστηκα από εδώ

1 σχόλιο:

  1. ΑΥΤΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΟΛΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ.............. υπαρχει και συνεχεια κυριε παπαθανασίου? αν ναι μπορειτε να μας την βαλετε?
    η ιστορια ηταν πολυυυυυυυυυ καληηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηη............

    ΑπάντησηΔιαγραφή